Journal

«Ωδές στην Ύπαρξη»: αφιέρωμα στο σινεμά του Σταύρου Ψυλλάκη στην Ταινιοθήκη

«Ωδές στην Ύπαρξη»: αφιέρωμα στο σινεμά του Σταύρου Ψυλλάκη στην Ταινιοθήκη

Cinobo
Cinobo
Δημοσιεύτηκε
21 Οκτ 2022
Κατηγορία

Με αφορμή το αφιέρωμα στο σινεμά του Σταύρου Ψυλλάκη που θα πραγματοποιηθεί το τριήμερο 28-30 Οκτωβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, διαβάζουμε τα λόγια του σπουδαίου έλληνα ντοκιμαντερίστα για τις τρεις ταινίες που θα προβληθούν εκεί. Τις τρεις Ωδές στην Ύπαρξη.

«Για Χωρίς Λόγους, Οφειλή, Αποχαιρετισμός, τρεις τίτλοι πολυσήμαντοι που το νόημά τους διαρκώς μετατοπίζεται και δεν λέει να καταλαγιάσει μέσα μου. Δεν είμαι σίγουρος σε ποια από τις τρεις ταινίες ταιριάζει ο κάθε τίτλος… Κάθε ταινία εστιάζει σ’ ένα μόνο πρόσωπο -όχι ως βιογραφία ή πορτρέτο- και ουσιαστικά είναι ένα ταξίδι στη γεωγραφία της ψυχής του “ήρωά” της. Σιγά, σιγά μέσα μου τα ένιωθα σαν μια τριλογία, με τρία τελείως διαφορετικά πρόσωπα, που όμως το καθένα τους ήταν μια ωδή στην ύπαρξη.» Σταύρος Ψυλλάκης

Πρόγραμμα Προβολών

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου
19:00 | ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ η μνήμη του τόπου (88’)
20:30 | Συζήτηση με τους Μενέλαο Χαραλαμπίδη (διδάκτορας ιστορίας, Παν/μιο Αθηνών) και Νίκο Βαφέα (ιστορικός κοινωνιολόγος, Παν/μιο Κρήτης)
Συντονίζει ο Τάσος Μελεμενίδης (Υπεύθυνος προγράμματος Cinobo) 
Σάββατο 29 Οκτωβρίου
18:00 | ΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟΥΣ συναντήσεις με τον Γιώργο Μανιάτη (98’)
20:00 | ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ η μνήμη του τόπου (88’)
Κυριακή 30 Οκτωβρίου
18:00 | ΟΦΕΙΛΗ (76’)
19:30 | Ο κριτικός κιν/φου Γιάννης Ζουμπουλάκης συζητά με τον Σταύρο Ψυλλάκη για την τριλογία ΩΔΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ
20:00 | ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ η μνήμη του τόπου (88’)

Αποχαιρετισμός - Η Μνήμη του Τόπου (2022)

Ο Γιάννης Λιονάκης, 87 χρονών, διωκόμενος και επικηρυγμένος αντάρτης, σ’ ένα ταξίδι αποχαιρετισμού στον τόπο που καθόρισε τη ζωή του, μας αφηγείται μια απίστευτη προσπάθεια επιβίωσης, 14 χρόνων (1948-1962), που ξεκινάει με το τέλος του Εμφυλίου στην Κρήτη. Κορμός της ταινίας είναι αδημοσίευτο υλικό που γυρίστηκε το 2007 στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε.

«Ο Αποχαιρετισμός αφορά μια ιστορία που διαδραματίζεται στο Ν. Χανίων την περίοδο 1948-1962, μετά το τέλος του Εμφυλίου στην Κρήτη. Τυπικά είναι μια ταινία για την ιστορική μνήμη. Όμως το βαθύτερο κίνητρο δεν είναι το θέμα όπως άλλωστε και σε άλλες ταινίες μας. Αυτό κάθε φορά είναι το πλαίσιο, το φόντο, για να επανέλθουμε στα ερωτήματα της ύπαρξης και βεβαίως στο θέμα του θανάτου που η ύπαρξη του είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των στοχασμών μας. Στο τέλος, θέλω να πιστεύω, ο θεατής δεν έχει την αίσθηση πως είδε μια ταινία με θέμα π.χ. τον καρκίνο, τον εμφύλιο ή την τρέλα. Δεν παρακολούθησε την πραγμάτευση ή την παρουσίαση κάποιου θέματος αλλά ένα υπαρξιακό δοκίμιο.

Τα γυρίσματα με τον Γιάννη Λιονάκη στις σπηλιές του Αποκόρωνα (νομός Χανίων) ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία για όλους μας και στην ταινία Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε χρησιμοποιήθηκαν πολύ λίγα πράγματα. Ουσιαστικά ήταν το αποχαιρετιστήριο ταξίδι του -ήταν 87 χρονών όταν μας πήγε- στον τόπο που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε τη ζωή του και το υλικό αυτό παρέμενε μια εκκρεμότητα μέσα μου. Όμως δεν ήθελα να είναι κάτι σαν Άλλος Δρόμος δεν Υπήρχε No 2.

Ο καταλύτης για την αξιοποίησή του ήταν ένα απόσπασμα που άκουσα, τυχαία, σε ένα ντοκιμαντέρ του Chris Marker: «… χιλιάδες αγωνιστές σε όλο τον κόσμο είχαν δώσει ό,τι είχαν για ένα σκοπό που, όπως πίστευαν, όπως έλεγαν, ήταν μεγαλύτερος από τους ίδιους, μα που τελικά αποδείχτηκε πως το μεγαλείο του ήταν αυτοί οι ίδιοι» (το αποδίδω νοηματικά και από μνήμης). Ήταν το φως που με οδηγούσε ξανά στον Γιάννη και στις σπηλιές. Με αυτή την οπτική θα προσέγγιζα το υλικό μου.

Με τον χρόνο αλλάζουμε, ίσως ωριμάζουμε, ίσως όχι, και μαζί αλλάζει μέσα μας και η σχέση μας με τα αγαπημένα πρόσωπα. Και βέβαια “κάθε φορά λέμε την αλήθεια που μπορούμε να πούμε”, -έτσι μου είχε πει, ο σπουδαίος, Νίκος Κοκοβλής- φράση που συνέχεια βρίσκω μπροστά μου την επιβεβαίωσή της. Ίσως λοιπόν τώρα να ήταν η ώρα και να ήμουν έτοιμος, να γίνει ο Αποχαιρετισμός.

Όταν σκέφτομαι τη ζωή του Γιάννη Λιονάκη ο νους μου προσπερνά το ιστορικό πλαίσιο που έζησε και έδρασε. Δεν τελειώνει τυχαία η ταινία με τον δημοτικό στίχο «Θε μου, και τι ν’ απόγιναν της γης οι αντρειωμένοι». Ήταν ένας πολεμιστής, με απόλυτη συνείδηση της μνήμης του τόπου που τον φιλοξένησε και της παράδοσης που τον προφύλαξε στην αγκαλιά της. Η ιστορία της ταινίας είναι ένα κέντημα, λιτό και στιβαρό, δουλεμένο με υλικά παρμένα από το αξιακό σύστημα του τόπου του.

Νομίζω, η προσέγγισή μας δεν εξαντλείται στην εικόνα ενός ανθρώπου, πιστού αγωνιστή στα ιδανικά του. Η γοητεία του “ήρωά” μας υπερβαίνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Βεβαίως και τον απασχολούν συνέχεια τα πιστεύω και τα ιδανικά του όμως ο Γιάννης είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια ωδή στην ύπαρξη και αυτή είναι η οπτική της ταινίας μας.»

Οφειλή (2021)

Ο Αλέκος Ζούκας είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός, γλεντζές και ταυτόχρονα βαθιά σκεπτόμενος και στοχαστικός. Ένας άνθρωπος που δύσκολα τον ξεχνάς αν τον γνωρίσεις. Στην ταινία, τα ταξίδια του σκηνοθέτη με τον Αλέκο Ζούκα και τους φίλους του στην Πυρσόγιαννη εναλλάσσονται με τις εκμυστηρεύσεις του Αλέκου για την εμπειρία του με τον καρκίνο. Ένα εγκώμιο στη φιλία από έναν άγγελο αμαρτωλό…

«Ο Αλέκος Ζούκας έχει πολλές ιδιότητες και πλούσιο βιογραφικό, αλλά η ταινία δεν αφορά καμιά από αυτές τις ιδιότητες, δεν αναφέρονται καν, όπως δεν υπάρχουν και σχόλια φίλων και γνωστών του.

H ταινία δεν είναι μια βιογραφία του Αλέκου και δεν μιλά για τον καρκίνο. Μιλά για ποιότητες ζωής. Μιλά για τους καρκίνους που καταδυναστεύουν τη ζωή μας, γι’ αυτά που χάσαμε, που ξεχάσαμε ή που νιώθουμε ανήμποροι πια να γευτούμε, σε μια καθημερινότητα που μας συνθλίβει κι εμείς άκριτα αποδεχόμαστε και αναρωτιέται, μέσω του «ήρωα» μας, «πότε θα καταλάβει ο άνθρωπος ότι οφείλει περισσότερα στην ποίηση απ’ ότι στην εφορία;»…
Επιλέγοντας δύο κομμάτια από τη ζωή του, τις εκμυστηρεύσεις του για την εμπειρία του με τον καρκίνο και τα ταξίδια του σκηνοθέτη με τον Αλέκο και τους φίλους του στην Πυρσόγιαννη, δημιουργούνται εναλλασσόμενες ενότητες που συνδέονται με αποσπάσματα από τα προσωπικά του ημερολόγια.

Ο κυρίαρχος χρόνος της αφήγησης καθορίζεται από το πώς ο «ήρωας» μας βιώνει την εμπειρία του με τον καρκίνο από τη στιγμή που του αναγγέλλουν «το τεστ ήταν θετικό». Υπαρξιακά ζητήματα και αγωνίες που αναμοχλεύονται μέσα του, -εμφύλιο πόλεμο, αποκαλεί τον καρκίνο, ο καρκίνος και ως πολιτισμικό γεγονός (είναι ο πολιτισμός τέτοιος που γεννάει καρκίνους, λέει), η σχέση του με τον περίγυρο και τους φίλους του (ψυχολογικά δεν με βοηθούσαν τα φάρμακα, μόνο οι φίλοι με βοηθούσαν, συμπληρώνει)- είναι ενδεικτικά, μερικά από τα θέματα που αναδεικνύονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Αντιμετωπίζοντας τον Αλέκο σαν λογοτεχνικό “ήρωα” η ταινία ουσιαστικά είναι ένα εγκώμιο στη φιλία από έναν “άγγελο αμαρτωλό”. Και τόσα άλλα…»

Για Χωρίς Λόγους: Συναντήσεις με τον Γιώργο Μανιάτη (2019)

Ο Γιώργος Μανιάτης (1939-2018) λεγεωνάριος στην Αλγερία στα 18 του, συγγραφέας και μουσικός στη συνέχεια, ορίζει τον εαυτό του ως “δημόσιο κίνδυνο”. Η ταινία δεν είναι μια βιογραφία του. Αναζητά την περιπέτεια της ψυχής του, μιας συνείδησης σε διαρκή εγρήγορση, εμπρηστικής και αυτοπυρπολούμενης. “Αλλάζει τη ζωή, όποιος αλλάζει ζωή”, μας λέει.

«Με τον Γιώργο Μανιάτη συναντηθήκαμε πρώτη φορά το 2014. Ήταν προτροπή και σύσταση του κοινού φίλου Γ. Πανουσόπουλου. Σύντομα βρήκα και διάβασα τη Λεγεώνα των Ξένων. Με καθήλωσε. Aναζήτησα και άλλα γραπτά του και πληροφορίες γι’ αυτόν. Ο Αιμίλιος Καλιακάτσος που τον ήξερε σχεδόν από την αρχή, μου τα παρείχε γενναιόδωρα. Η αρχική γοητεία πολλαπλασιάστηκε. Η γραφή του με συνεπήρε: σύλληψη, περιεκτικότητα και χρήση της γλώσσας, στο τέλος σε αφήνουν με την απορία: μέχρι που μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο μυαλό; Δεν μπορεί, αυτό είναι ύβρις!!! Παρακολουθούσα ένα φανταστικό άλμα τριπλούν εις ύψος (δική του έκφραση). Πολύ αργότερα θα κουβεντιάζαμε για την εντροπία της ύπαρξης.

Οι συναντήσεις μας πολλαπλασιάστηκαν και ουσιαστικά ξεκίνησε η γνωριμία και η σχέση μας. Λίγο μετά του ζήτησα να κινηματογραφήσουμε αυτές τις συζητήσεις, με απροσδιόριστη ακόμη προοπτική όσον αφορά την τύχη του υλικού. Ίσως γινόταν ταινία… Θα το αποφασίζαμε από κοινού. Οι δυό μας, χωρίς πρόσθετο συνεργείο, καταγράψαμε εννέα τέτοιες συναντήσεις. Μετά σταματήσαμε, να δούμε τι θα γίνει. Ήταν μια πρώτη προσπάθεια, η συνέχεια όταν ωρίμαζαν τα πράγματα…

Καθιερώσαμε, σε εβδομαδιαία βάση, τις συναντήσεις μας. Οι δυο μας και χωρίς κάμερα, βρεθήκαμε έκτοτε περισσότερες από 80 φορές. Η φιλία και η οικειότητα στέριωναν όμως το θέμα της ταινίας εκκρεμούσε σιωπηρά. Για μένα το εγχείρημα αυτό δεν έμοιαζε με ό,τι είχα κάνει μέχρι τώρα. Ο Μανιάτης ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Η συνήθης φόρμα των πορτρέτων (συνεντεύξεις του ίδιου αλλά και άλλων προσώπων που θα μιλούσαν γι΄αυτόν και το Έργο του, σε συνδυασμό με άλλα βιογραφικά-πραγματολικά στοιχεία) δεν με ικανοποιούσε. Στην περίπτωσή του, η διαίσθηση με ωθούσε να αρκεστώ σε όσα μου πει ο ίδιος και στο Έργο του. Ήξερα το περιεχόμενο της ταινίας, οι συναντήσεις μας το εμπλούτισαν, αλλά μου έλειπε η φόρμα, η μορφή αυτής της βασικής επιλογής, να είναι μόνον αυτός και το Έργο του. Η φράση «εγώ σκαλίζω την πέτρα και θα μου δείξει αυτή τη μορφή θα της δώσω» με ανακούφιζε, αλλά λύση δεν μου έδινε ακόμα.

Τη λύση, όχι της μορφής, αλλά της συνέχειας του εγχειρήματός μας, την έδωσε η ζωή. Αρχικά μια άσχημη ιατρική διάγνωση (καρκίνος) μας θύμισε τη θνητότητα αλλά και την εκκρεμότητά μας. Την προηγούμενη της ιατρικής επέμβασης, βρεθήκεμε στο σπίτι του, και αποχαιρετισμός μας συνοδεύτηκε από την αμοιβαία επιθυμία και υπόσχεση: άντε να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία και θα ξεκινήσουμε άμεσα την ταινία.

Η επέμβαση πήγε αρκετά καλά, τα πράγματα τελικά δεν ήταν τόσο σοβαρά, αλλά λίγο μετά, στις 18 Ιανουαρίου 2018, ο Γιώργος Μανιάτης πέθανε από αναθυμιάσεις και πυρκαγιά στο διαμέρισμά του. Η καύτρα από την πίπα του, το εύφλεκτο στρώμα, κ.λ.π., κ.λ.π. Δεν θέλησα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Δεν είχαν καμιά σημασία… Την επομένη της κηδείας, μετά από προτροπές κοινών φίλων, ξεκίνησα την καταγραφή και επεξεργασία του υπάρχοντας υλικού. Το είχα υποτιμήσει αρχικά. Ήταν γεμάτο διαμαντάκια. Το έβλεπα και παράλληλα ξαναδιάβαζα τα κείμενα του. Η ταινία υπήρχε και μάλιστα με πολλές δυνατότητες και αξιώσεις – και όχι μόνο εξ ανάγκης πια λόγω του θανάτου. Η έρευνα στο αρχείο του Μανιάτη, αλλά και γενναιόδωροι φίλοι, εμπλουτίζουν το διαθέσιμο υλικό. Σπάνια, πολύτιμα, ντοκουμέντα άρχισαν να προστίθενται.

Η ταινία δεν είναι ένα πορτρέτο-βιογραφία του Γιώργου Μανιάτη. Δεν θα ήταν ακόμα και αν ζούσε και συνεχίζαμε τα γυρίσματα. Ξεκινώντας από παιδικά και νεανικά βιώματα, εμπειρίες και ανησυχίες, του συγγραφέα (εδώ υπάρχουν πολύ καλές αφηγήσεις) παρακολουθούμε τον τιτάνιο, πολλές φορές, αγώνα μιας συνείδησης, σε διαρκή εγρήγορση, εμπρηστικής και αυτοπυρπολούμενης.

Κλείνουμε με μια παράγραφο από τον «Μίδα» του Μανιάτη: “Η πράξη της δημιουργίας είναι πράξη αποποιήσεως και αποσυρμού, εγώ και το έργο μου μαζί είμαστε κάτι όχι περισσότερο, αλλά κάτι λιγότερο από το εγώ σκέτο. Πρέπει λοιπόν να κατοικήσω στην άκρη, κάνοντας –όσο γίνεται– σαν να μην είχα περάσει. Και αν είμαι οπωσδήποτε υποχρεωμένος να γράφω σε κάποιον, τότε γράφω στους πεθαμένους. Δεν είμαι θέαμα, είμαι συγγραφέας”.»

*Διάβασε όλες οι λεπτομέρειες για το αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη 28-30 Οκτωβρίου στο Facebook event
*Δωρεάν είσοδος για τους συνδρομητές του Cinobo με το Cinobo Nights εισιτήριό τους.

Οι ταινίες είναι διαθέσιμες online στο Cinobo

0 Σχόλια

Ταξινόμηση κατά

Journal

Εδώ σημειώνουμε όλα όσα θέλουμε να πούμε για το σινεμά του Cinobo, και όχι μόνο. Μάθε τα πάντα για τις Πρεμιέρες, τις Συλλογές και τα Προσεχώς, ενημερώσου για την επικαιρότητα στα Frames, πήγαινε behind the scenes στα Extras και εξερεύνησε πολλά ακόμα στα Misc.

Creative Europe Media
European Union
EPAnEK
elevate web