«Κινέττα»: Όχι τόσο μια ταινία που θυμάσαι, όσο μια ταινία που σε στοιχειώνει
Με την πρώτη σόλο ταινία του Γιώργου Λάνθιμου να έρχεται στο Cinobo, διαβάζουμε το συνοδευτικό κείμενο από την κυκλοφορία του φιλμ στην Αγγλία το ‘15.
Πριν τον «Κυνόδοντα», πριν τις «Άλπεις» και φυσικά πολύ πριν το αγγλόφωνο άλμα του Λάνθιμου που έφερε τα οσκαρικά «Ευνοούμενη» και «Αστακός», ο έλληνας σκηνοθέτης έκανε το μικρού βεληνεκούς σόλο σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2005 με την «Κινέττα».
Πριν την έκρηξη του weirdwave, πριν το ελληνικό σινεμά κυριαρχήσει στις φεστιβαλικές λίστες όλων των 10s, το ιδιόμορφο, απαιτητικό φιλμ του Λάνθιμου κουβαλά πολλά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μετέπειτα στυλ του σε έναν ακραίο βαθμό– κάτι που από μόνο του θα αρκούσε για να κάνει το φιλμ απολύτως αναγκαίο για κάθε σινεφίλ.
«Βλέποντας την “Κινέττα” με σημερινή ματιά», γράφουν οι New York Times το ‘19 (όταν η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, στο Museum of the Moving Image) «μπορείς να δεις νύξεις οπτικών ιδεών και στησίματος που ο Λάνθιμος θα εξερευνούσε πλήρως αργότερα». Στην ταινία, στο έρημο τουριστικό θέρετρο της Κινέττας, ένας αστυνομικός που έχει πάθος με τις Ρωσίδες, τα αυτοκίνητα και τα κασετόφωνα, διερευνά μια σειρά από δολοφονίες που συνέβησαν πρόσφατα στην περιοχή. Για να λύσει τα εγκλήματα, επιστρατεύει μια νεαρή καθαρίστρια ξενοδοχείου, έναν παράξενο τύπο που κάνει βιντεοσκοπήσεις κι έναν υπάλληλο φωτογραφείου. Η ιδιόμορφη αυτή ομάδα στήνει αναπαραστάσεις των φόνων ψάχνοντας να βρει την αλήθεια –ή και όχι.
Ο Λάνθιμος μας παρουσιάζει εδώ ακέραιο και ακατέργαστο, ένα δημιουργικό όραμα που έμελλε στη συνέχεια να κατακτήσει τον κινηματογραφικό κόσμο. Αλλά πώς ξεκίνησαν όλα; Βουτάμε βαθιά στο μοναδικό, ιδιόμορφο φιλμ διαβάζοντας ένα καίριο απόσπασμα από το δοκίμιο του Μάικλ Γιούιν, που συνοδεύει την αγγλική έκδοση της «Κινέττας» σε DVD:
Όπως και στα μεταγενέστερα έργα του Λάνθιμου, η «Κινέττα» αφορά σε μεγάλο βαθμό τα παιχνίδια ρόλων, ερμηνευμένα τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, αλλά και μια εξερεύνηση του πώς οι μεταβαλλόμενες ταυτότητες επηρεάζονται από τους κανόνες και τα τελετουργικά πραγματικών ή επίκτητων κοινοτήτων.
Περιγράφει τον «Κυνόδοντα» ως «την ιστορία ενός ατόμου που προσπαθεί να ξεφύγει από έναν πλασματικό κόσμο» και τις «Άλπεις» ως «ιστορία για ένα άτομο που προσπαθεί να μπει σε έναν κατασκευασμένο κόσμο», αλλά η «Κινέττα» είναι για ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν πραγματικό κόσμο μέσω των κατασκευασμένων διαδικασιών.
Πρόκειται για μια ιστορία αναπαράστασης (όπως η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου του 1970, που προανήγγειλε μια παλαιότερη αναγέννηση στον ελληνικό κινηματογράφο), για έναν αστυνομικό με πολιτικά (Κώστας Ξυκομηνός) καθώς αναπαριστά παλιές σκηνές δολοφονίας με τη βοήθεια μιας ντόπιας υπηρέτριας (Ευαγγελία Ράντου) και του μοναχικού υπαλλήλου ενός φωτογραφικού καταστήματος (Άρης Σερβετάλης), ο οποίος και παίρνει το ρόλο του διευθυντή του ιδιόμορφου αυτού θιάσου.
Όπως στον «Κυνόδοντα» και στις «Άλπεις», οι χαρακτήρες στην «Κινέττα» είναι εντελώς ανεξιχνίαστοι, αποκαλύπτοντας περισσότερο τον εαυτό τους μέσω σωματικών χειρονομιών και γλώσσας του σώματος παρά διαλόγους, που είναι έτσι κι αλλιώς λιγοστοί. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε χαρακτήρας ζει μόνος, ότι ο υπάλληλος τρέφει συναισθήματα για την υπηρέτρια που δεν μπορεί να εκφράσει, και ότι στον αστυνομικό αρέσουν τα αυτοκίνητα και οι Ρωσίδες, αλλά πέρα από αυτές τις λεπτομέρειες το συναισθηματικό τοπίο της «Κινέττας» είναι τόσο άγνωστο όσο και το φυσικό της: το ομώνυμο θέρετρο διακοπών, φαινομενικά μια πόλη-φάντασμα κατά τη διάρκεια της off season.
Χωρίς να αποκτούν όνομα κατά τη διάρκεια του φιλμ, αυτοί οι χαρακτήρες ενσαρκώνουν ξεκάθαρα την «κρίση ηθικής και ταυτότητας» που παρατήρησε η (συμπαραγωγός της «Κινέττας») Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη προ της κατάρρευσης της χώρας, αλλά θα μπορούσαν επίσης να αναπαριστούν κι αυτό που εκείνη και ο Λάνθιμος βίωναν στην ανεξάρτητη σκηνή εκείνη την εποχή: κινηματογραφιστές που προσπαθούν να ξανασυλλάβουν τις παλιές παραδόσεις με νέες τεχνολογίες και έρχονται αντιμέτωποι με ένα ακατάλληλο τοπίο που οδηγείται στην κρίση.
Ακόμη περισσότερο από ό,τι στις μεταγενέστερες ταινίες του, η αντίληψη του Λάνθιμου για τη μη αφηγηματική κινηματογραφική είναι βίαια απομακρυσμένη στην «Κινέττα», και η σκόπιμη αφαίρεση συναισθημάτων και γνώριμων συμπεριφορών μάς αρνείται την οποιαδήποτε κανονιστική συσχέτιση με χαρακτήρα ή πλοκή. Η αίσθηση της αποξένωσης της «Κινέττας» περιπλανιέται ανήσυχα, σχεδόν σαν μια ασθένεια που μολύνει τον θεατή κατά την επαφή. Παρά τον αργό, παρατεταμένο ρυθμό της, η Κινέττα κατά κάποιο τρόπο γίνεται υπνωτική και η αινιγματική ρουτίνα των χαρακτήρων, την οποία ακολουθούν σαν προ-προγραμματισμένα αυτόματα, γίνεται ανεξήγητα καθηλωτική.
Για μένα η πιο προφανής ερμηνεία της «Κινέττας» είναι η πιο ουσιαστική της - ως πορτρέτο της κατάθλιψης. Η αραιωμένη παλέτα της ταινίας και η παντελής έλλειψη συναισθηματικής σχέσης (δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο από το παραλογιστικό χιούμορ που έχει γίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταινιών του Λάνθιμου) ταιριάζουν απόλυτα με το σκηνικό, ένα ερημωμένο και συννεφιασμένο θέρετρο διακοπών εγκαταλελειμμένο τώρα και με ελάχιστα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά που προδίδουν λεπτομέρειες ενός παρελθόντος. Όπως κανένα άλλο φιλμ σε αυτήν την αναγεννησιακή περίοδο του ελληνικού σινεμά, η «Κινέττα» σέρνεται κάτω από το δέρμα σου και παραμένει εκεί: Δεν είναι τόσο πολύ ότι το θυμάται κανείς, όσο ότι στοιχειώνεται από αυτό.
Ο κινηματογράφος του Γιώργου Λάνθιμου είχε πάντα στο προσκήνιο την εικόνα ως μέσο για να προσελκύσει τον θεατή, αλλά εδώ η έμφαση στο καδράρισμα, το χρώμα και τον ρυθμό έχουν σχεδιαστεί για να αποξενώσουν και να κρατούν τον θεατή ψυχρά απομακρυσμένο από το περιβάλλον με τον ίδιο τρόπο που είναι κι οι χαρακτήρες του. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να το θέσουμε είναι ότι η «Κινέττα» δεν είναι τόσο «αισθητήρας» ή «δέκτης» μιας κρίσης ηθικής και ταυτότητας όσο είναι ένα δοχείο– για όλο το άγχος και την ανησυχία μιας χώρας που, έχοντας τώρα απελευθερώσει ένα νέο σύνολο σκηνοθετών, μοιάζει τόσο πιο δυνατή.
(Απόσπασμα από το δοκίμιο του Μάικλ Γιούιν για την Second Run έκδοση της «Κινέττας» σε DVD στην Αγγλία, τον Μάρτιο του ‘15.)
Η ταινία «Κινέττα» είναι διαθέσιμη online στο Cinobo