Πώς βρέθηκε ο Ζανγκ Γιμού να σκηνοθετεί ριμέικ του «Μόνο Αίμα» των Κοέν;
Το 2009, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου και μια δεκαετία γεμάτη πολύχρωμα έπη πολεμικών τεχνών, ο Ζανγκ Γιμού ήθελε μια αλλαγή, που ήρθε με το «Μια Γυναίκα, Ένα Όπλο κι ένα Noodle Bar». Το Cinobo παρουσιάζει ένα σπάνιο (και απολαυστικό) φιλμικό πείραμα, ένα απρόσμενο ριμέικ των αδερφών Κοέν, δια χειρός Γιμού.
25 χρόνια αφότου οι αδερφοί Κοέν πραγματοποίησαν το ντεμπούτο τους με το καλτ νεο-νουάρ «Μόνο Αίμα», ένας άλλος σπουδαίος auteur αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του πάνω στο ίδιο υλικό. Το σημείο που βρίσκει αυτή η ιστορία τους διαφορετικούς δημιουργούς δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο.
Για τους Κοέν, ήταν η ταινία που τους έφερε κατευθείαν στο προσκήνιο. Για τον Γιμού, είναι άλλη η ιστορία. Το 2009 ήταν όχι μόνο εγνωσμένης αξίας, αλλά κι ένας σκηνοθέτης που είχε ήδη περάσει εντελώς διαφορετικά στάδια στην καριέρα του. Με την τεράστια επιτυχία που είχε σημειώσει το 2002 ο «Ήρωας» και δυο χρόνια μετά (σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό) τα «Ιπτάμενα Στιλέτα», ο Γιμού ήταν πια συνδεδεμένος με μια πολύχρωμη αίσθηση αφηγηματικής εξτραβαγκάντσας, μίλια μακριά από τα πρώιμα, χαμηλών τόνων κοινωνικά του arthouse φιλμ όπως το σπουδαίο «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια» του 1991.
Και δεν είναι μόνο οι ταινίες πολεμικών τεχνών: Σκηνοθετώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του Πεκίνου, ο Γιμού πέτυχε αναμφίβολα αυτό που σχεδόν κάθε καλλιτέχνης ονειρεύεται. Δηλαδή απεριόριστους πόρους για να φέρει εις πέρας ένα αγνό, τεράστιο όραμα γεμάτο κίνηση, χρώματα, κομπάρσους, χορευτές, μηχανές, γιγάντιες παλέτες. Πώς προσγειώνεται ξανά πίσω στη γη κανείς ύστερα από μια δεκαετία σαν αυτή που είχε ο Γιμού μετά την αλλαγή του αιώνα;
Φαίνεται πως την απάντησή του την βρήκε σε αυτή την επιστροφή στα βασικά της κινηματογραφικής αφήγησης, σε μια κλασική ιστορία των αδερφών Κοέν. Φέρνοντας όμως μεγάλη ανατροπή σε επίπεδο αισθητικής και ρυθμού.
Στην ορίτζιναλ ταινία του 1984, ο ιδιοκτήτης ενός μπαρ προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ να ξεκάνει τη γυναίκα του και τον εραστή της. Όμως απολύτως τίποτα δεν πάει βάσει σχεδίου, ξεκινά μια αλληλένδετη σειρά ανατροπών, οι πάντες μπλέκονται μεταξύ τους και καθώς φτάνουμε στο φινάλε βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να σχηματίζεται αυτή η πρώτη μεγάλη παλέτα εμμονών και ευαισθησιών για το μετέπειτα σινεμά τους.
Ο Γιμού παίρνει τον σκελετό της ιστορίας και τον μετατοπίζει. Και στον χώρο και στον χρόνο. Αντί για μια χαμένη κωμόπολη κάπου στο Τέξας, η δράση τοποθετείται σε ένα χωριό της επαρχίας Γκάνσου, το μπαρ γίνεται noodle bar και η εποχή είναι ο 19ος αιώνας.
«Η ταινία του Γιμού παίζει με τα σύμβολα του ίδιου του μυθικού του είδους», γράφει το Notebook. Σημειώνοντας πως «πολλή από τη δράση είναι γυρισμένη στο σεληνόφως, κάνοντας και τα δύο φιλμ να βρίσκονται στο όριο του τρόμου». Επιπλέον, χάρη στη χρήση του φωτός και των αποχρώσεων, ο Γιμού ουσιαστικά σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός αντι-νουάρ, εντελώς διαφορετικό από την κληρονομιά του είδους. Εδώ έχουμε χρωματική έκρηξη που ξεπερνά ακόμα και τις δημοφιλείς δουλειές του Γιμού που προηγήθηκαν.
Αν όμως οπτικά το φιλμ μοιάζει ακραία διαφορετικό από το ορίτζιναλ, στην ουσία της η ιστορία σε αυτό το γαϊτανάκι προδοσιών, είναι ίδια. Όχι πως το να δει κανείς το φιλμ των Κοέν είναι απαραίτητη θέαση πριν από το «Nooble Bar», απλώς βάζοντας τις ταινίες δίπλα δίπλα έχουμε στα χέρια μας μια συναρπαστική σινεφιλική άσκηση – και μια κεφάτη ταινία δράσης που λειτουργεί με τους κανόνες του κεφαλιού της. Το μόνο που αρκεί, γράφει το Salon, είναι να «καταλάβεις πως τα όνειρα κι οι ελπίδες όλων αυτών των ανθρώπων πιθανότατα δε θα αποβούν σε τίποτα, σε αυτό τον καταραμένο τόπο».
Γράφει πως, «εναλλάξ κωμικό και τρομακτικό, το “Noodle Bar” είναι μια εκθαμβωτική μεταφορά που ίσως και να μην χρειάζεται καμία γνώση της πρωτότυπης ταινίας – όμως σίγουρα θα είναι πιο διασκεδαστικό για τους φανς των Κοέν, σαν μια μέτρηση του πόσο μακριά μπορείς να αλλάξει το context, τόσο πολιτιστικά όσο και κινηματογραφικά, λέγοντας ακόμα την ίδια ιστορία».
Με άλλα λόγια, έχουμε μια σπάνια περίπτωση κειμένου που δεν χάθηκε σε μία μετάφραση. Για την ακρίβεια, ο θρύλος λέει πως ο Γιμού πρώτη φορά που είδε το «Blood Simple» ήταν χωρίς υπότιτλους, άρα δεν καταλάβαινε καν διαλόγους, αλλά ένιωθε τι ήταν αυτό που έβλεπε, κι εν μέρει ίσως αυτό έδωσε την κατευθυντήριο για το πώς θα κινηθεί στη διασκευή του.
Σε κάθε περίπτωση, δεν βλέπουμε συχνά έναν δημιουργό τέτοιας εγνωσμένης αξίας να παρουσιάζει απλώς ένα ριμέικ. Παρακολουθώντας το όμως καταλαβαίνεις: Ήταν η ευκαιρία του Γιμού να ξεφύγει λίγο από τα έπη και τις πολυαναμενόμενες υπερπαραγωγές. Και κάνοντάς το, στην πορεία, επανασυνδέθηκε με ένα από τα σημαντικότερα φιλμ των τελευταίων δεκαετιών.
H ταινία Μια Γυναίκα, Ένα Όπλο κι ένα Noodle Bar είναι διαθέσιμη online στο Cinobo