«Η Τρύπα» και οι παράλληλες ζωές της σπηλαιολογίας και του σινεμά
Ο σκηνοθέτης Μικελάντζελο Φραμαρτίνο καταγράφει μια επίσκεψη στα άγνωστα βάθη της ζωής και της φύσης, και μας μιλά για την ταινία του, μια «μυστικιστική κινηματογραφική εμπειρία» σύμφωνα με τον Μπονγκ Τζουν-Χο.
Την περίοδο της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της δεκαετίας του ‘60 στην Ιταλία, νεαροί σπηλαιολόγοι εξερευνούν το βαθύτερο σπήλαιο της Ευρώπης στην άθικτη ενδοχώρα της Καλαβρίας. Καθώς ο πυθμένας της Αβύσσου Bifurto, 700 μέτρα κάτω από τη γη, προσεγγίζεται για πρώτη φορά, η απόπειρα των εισβολέων περνά απαρατήρητη από τους κατοίκους ενός μικρού γειτονικού χωριού, αλλά όχι από τον γηραιό βοσκό του οροπεδίου, η μοναχική ζωή του οποίου αρχίζει να διασταυρώνεται με το ταξίδι της ομάδας.
Ο ιταλός σκηνοθέτης Μικελάντζελο Φραμαρτίνο μάς μιλά για την πρώτη φορά που βρέθηκε στη σπηλιά που θα γινόταν η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του «Τον Ιανουάριο του 2007, ο δήμαρχος του χωριού της Καλαβρίας στο οποίο γύριζα την ταινία Le Quattro Volte, με πήγε στο Εθνικό πάρκο Pollino. “Πρέπει να δεις τα θαύματα αυτών των βουνών!”, είπε. Με οδήγησε σε μια καταβόθρα όπου φαινόταν ένα απειροελάχιστο κόψιμο στο έδαφος. Ήμουν μπερδεμένος, απογοητευμένος. Ο δήμαρχος από την άλλη, ενθουσιασμένος και περήφανος, πέταξε μια μεγάλη πέτρα σε αυτό το κενό. Την κατάπιε το σκοτάδι. Η τρύπα ήταν τόσο βαθιά που τίποτα δεν φαινόταν, ούτε ακουγόταν. Αυτή η εξαφάνιση, αυτή η έλλειψη ανταπόκρισης, μου προκάλεσε μια πολύ δυνατή συγκίνηση. Αυτό το παράξενο μέρος μου κόλλησε στον νου, με καλούσε πίσω χρόνια αργότερα, για να το εξετάσω και να φτιάξω μια ταινία μέσα στη σιωπηλή μαυρίλα της Αβύσσου Bifurto.»
Περιγράφει το πώς γνώρισε τη σπηλαιολογία και βίωσε τη σχέση της με το σινεμά, αλλά και αυτή των σπηλαιολόγων με τους βοσκούς: «Στη σπηλαιολογία δεν βλέπεις τους άλλους σπηλαιολόγους. Το σκοτάδι σε κάνει να κινείσαι σύμφωνα με τις ανάγκες σου. Δεν είναι άθλημα - στον αθλητισμό, ακόμα και τη στιγμή της μεγάλης εξάντλησης, σε κοιτά πάντα το κοινό, οι φίλαθλοι, οι κάμερες. Το σπήλαιο είναι στο σκοτάδι, στο υπόγειο, στη λάσπη. Οι σπηλαιολόγοι ντύνονται περισσότερο σαν οδοκαθαριστές παρά σαν αθλητές. Στη σπηλαιολογία, υπάρχει σχεδόν μια τάση ήττας, με την έννοια ότι δεν υπάρχει θρίαμβος. Δεν υπάρχει κορυφή του βουνού όπως στην ορειβασία. Στη σπηλιά, δεν ξέρεις πού πας. Δεν υπάρχει σταθερό σημείο να φτάσεις. Όταν τελειώνει η εξερεύνηση, το νιώθεις σαν μια μικρή ήττα. Το σημείο άφιξης είναι συνήθως ένα άσχημο μέρος, στενό, βρώμικο, λασπωμένο. Υπάρχει πάντα ένα είδος μελαγχολίας.
Με ενδιέφερε εξ αρχής η εξερεύνηση του σκοταδιού, απ’ όπου λείπει το πιο θεμελιώδες κινηματογραφικό στοιχείο, το φως. Η αρχή της σύγχρονης σπηλαιολογίας, με την ίδρυση της πρώτης σπηλαιολογικής εταιρείας στη Γαλλία, ήταν το 1895 – μια εμβληματική χρονιά για εμάς τους κινηματογραφιστές, καθώς συμπίπτει με τη γέννηση του κινηματογράφου. Νιώθω αυτό τον ισχυρό δεσμό ανάμεσα στη σκοτεινιά των σπηλιών και στον κινηματογράφο, αυτές τις ακτίνες φωτός στο σκοτάδι.
Σταδιακά ανακάλυψα και την ισχυρή σχέση μεταξύ σπηλαιολόγων και βοσκών. Οι βοσκοί είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα το τοπίο και τα ορεινά εδάφη. Είναι αυτοί που οι εξερευνητές ρωτούν για να μάθουν πώς είναι φτιαγμένη η περιοχή. Γνωρίζουν τυχόν κοιλότητες, τρύπες και σπηλιές, μέρη που τείνουν να είναι επικίνδυνα γι’ αυτούς, μέρη όπου μπορούν να βάλουν τα ζώα τους. Ιστορικά, τα σπήλαια συνδέονταν πάντα με δοξασίες και παραδόσεις που σχετίζονται με τον φόβο. Οι βοσκοί είναι επίσης αυτοί που βαφτίζουν την περιοχή, που δίνουν ονόματα στις κορυφές, σε μέρη που έχουν συνηθίσει να διασχίζουν.»
Ο Μικελάντζελο Φραμαρτίνο γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1968. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μιλάνο, και ανέπτυξε ένα πάθος για τη σχέση μεταξύ φυσικού χώρου και φωτογραφικών εικόνων, βίντεο και κινηματογράφου. Μετά την αποφοίτησή του, συνέχισε τις σπουδές του στο Civica Scuola del Cinema στο Μιλάνο, όπου σχεδίασε εγκαταστάσεις βίντεο επηρεασμένες από την καλλιτεχνική έρευνα του Studio Azzurro. Το ντεμπούτο του Το Δώρο (Il Dono, 2003), μια ταινία μεγάλου μήκους χωρίς budget, που γυρίστηκε στο χωριό των γονιών του στην Καλαβρία, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο, κέρδισε το Grand Prix στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ανεσί και το βραβείο της κριτικής επιτροπής στη Θεσσαλονίκη και στη Βαρσοβία. Η δεύτερη μεγάλου μήκους μεγάλου μήκους του Le Quattro Volte (2010) έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών, όπου κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας Europa Cinemas. Το 2013, η εγκατάσταση Trees (Alberi), μια 26λεπτη λούπα, έκανε πρεμιέρα στο ίδρυμα σύγχρονης τέχνης MoMA PS1 της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια προβλήθηκε σε άλλα μουσεία, συμπεριλαμβανομένου του φεστιβάλ Hors Pistes του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι το 2021. Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, Η Τρύπα (Il Buco) γυρίστηκε στη Νότια Ιταλία, στις γειτονικές περιοχές της Καλαβρίας και της Μπαζιλικάτα που συνεχίζουν να τον εμπνέουν. Με την προσέγγιση ενός ανθρωπολόγου, αποτυπώνει το παραδοσιακό και το υπερβατικό με μια απλότητα και πνευματικότητα που παραμένει μοναδική στη φιλμογραφία του.
Η ταινία «Η Τρύπα» είναι διαθέσιμη online στο Cinobo