Χώρος και τάξη στο σινεμά του Μπονγκ Τζουν-χο
Με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα του Cinobo στο σύγχρονο ασιατικό σινεμά θυμόμαστε ξανά τις τρεις ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο («Σκύλος που Γαβγίζει», «Μνήμες Φόνων» και «Μητέρα») που προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Cinobo.
Με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα του Cinobo στο σύγχρονο ασιατικό σινεμά θυμόμαστε ξανά τις τρεις ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο («Σκύλος που Γαβγίζει», «Μνήμες Φόνων» και «Μητέρα») που προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Cinobo.
*Οι ταινίες είναι διαθέσιμες για streaming στο Cinobo στο πλαίσιο του αφιερώματος New Asian Cinema
Ένα τεράστιο σπίτι με εντυπωσιακούς, ευάερους χώρους και ένα κρυφό υπόγειο. Ένα τρένο με βαγόνια αντιπροσωπευτικά του ταξικού συστήματος. Ένα συγκρότημα διαμερισμάτων κρυφά περίπλοκης γεωγραφίας. Ένα σχεδόν εξωγήινο απομονωμένο λημέρι ενός γήινου (αλλά απόκοσμου) πλάσματος. Το σινεμά του Μπονγκ Τζουν-χο είναι γεμάτο πολυεπίπεδους και πυκνούς χώρους τους οποίους αποτυπώνει και εξερευνά ως συστήματα.
Τα συστήματα μες στα οποία και βάσει των οποίων λειτουργούμε και κινούμαστε είναι ο σκελετός του σινεμά του, είτε μιλάμε για γεωγραφικό χώρο (κάτι που συνδέει το ντεμπούτο του «Σκύλος που Γαβγίζει» με τα θρυλικά πλέον «Παράσιτα»), είτε για νοητικό (το αστυνομικό procedural θρίλερ «Μνήμες Φόνων»), είτε μιλάμε για μια μικρή κοινωνία (το υπαινικτικά τραγικό «Μητέρα») είτε για παγκόσμια («Okja»), είτε μιλάμε για μια οικογένεια («The Host») είτε για την ίδια την ανθρωπότητα («Snowpiercer»). Οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες κι ο Μπονγκ, ένας παρατηρητής ακριβείας με αρχιτεκτονική αίσθηση κινηματογραφικής κατασκευής, παρακολουθεί με το φακό του διαδικασίες κι αλληλεπιδράσεις, χαρτογραφεί, αφουγκράζεται και παρουσιάζει χωρίς καν να ενδιαφέρεται να μιλήσει με όρους απόλυτου καλού ή κακού.
Είναι εμφανές ήδη από το set-up της πρώτης του ταινίας, του κατάμαυρου κωμικού δράματος «Σκύλος Που Γαβγίζει», για έναν άνεργο καθηγητή κολεγίου που ενοχλημένος από τα διαρκή γαβγίσματα στο συγκρότημα διαμερισμάτων του, απαγάγει σκύλους μέχρι που μια κοπέλα αρχίζει να ερευνά τι απέγιναν όλα τα αγνοούμενα κατοικίδια. Ο Μπονγκ στήνει το σύμπλεγμα κατοικιών ως έναν πολυεπίπεδο αστικό λαβύρινθο, που διαθέτει μέχρι και το απαραίτητο εφιαλτικό υπόγειο, όπου διαδραματιζεται και η καθηλωτικότερη ίσως σεκάνς της ταινίας.
Η ικανότητά του δημιουργεί χώρους, να τους αποδομεί και να ξεναγεί το θεατή μέσα σε αυτούς είναι απαράμιλλη και ξεκινά από ένα πολύ βασικό κατασκευαστικό επίπεδο. Δεν υπάρχει κάδρο στο σινεμά του πολυβραβευμένου Κορεάτη auteur που δεν μοιάζει γεμάτο και φροντισμένο, από τα παραγεμισμένα ράφια ενός τοίχου μέχρι τα αλληγορικά βαγόνια ενός τρένου που αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη κοινωνική κατάσταση το καθένα. Με απόλυτη αίσθηση γεωγραφίας και σημειολογίας, κινείται στους χώρους που δημιουργεί χτίζοντας απόλυτο σασπένς δίχως να έχει ανάγκη το παραμικρό φτηνό τρικ. Οι ταινίες του είναι καθηλωτικά θρίλερ όσο είναι τραγικωμωδίες χαρακτήρων, όσο είναι αρχετυπικές τραγωδίες, όσο είναι κοινωνικές σάτιρες: Μετακινείται ανάμεσα στα είδη με την ίδια ακρίβεια που κατασκευάζει τα συστήματά του, ακριβώς επειδή δεν τα βλέπει ως διαφορετικά, αλλά ως χώρους σε σύνδεση και επικοινωνία.
Κι αν στα «Παράσιτα» αυτή η ικανότητα είναι εντελώς μαθηματική, σε κάτι σαν τη «Μητέρα» έχει ως αποτέλεσμα ένα φιλμ αυθεντικά ακατηγοριοποίητο, μια κοινωνικής ευαισθησίας τραγωδία με στοιχεία κοινωνικού δράματος, δομημένο σαν αστυνομική περιπέτεια και γυρισμένο σαν στοιχειωτική ιστορία φαντασμάτων. Σε ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Νοτίου Κορέας, μια μητέρα (της οποία το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ για είναι, ολοκληρωτικά, η Μητέρα) δεν αφήνει πέτρα ασήκωτη και δε διστάζει να τα βάλει ακόμα και το τοπικό έγκλημα προκειμένου να βρει τον δολοφόνο μιας κοπέλας, για τον φόνο της οποίας κατηγορείται ο γιος της. «Στη “Μητέρα” βλέπεις τους μη έχοντες και τους άπορους να αρπάζονται μεταξύ τους και να πληγώνουν ο ένας τον άλλον», λέει ο Μπονγκ. «Από την άλλη, στο “The Host” υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ τους. Γι’αυτό θα μπορούσες να πεις πως τα “Παράσιτα” είναι πιο κοντά στη “Μητέρα”, όπου οι αδύναμοι και οι μη έχοντας πολεμούν μεταξύ τους. Κι αυτό είναι λυπηρό αλλά είναι επίσης ρεαλιστικό. Κι από αυτές τις στιγμές παίρνεις το στοιχείο της θλίψης, αλλά και την κωμωδία επίσης». Στην καρδιά αυτής της ενασχόλησης του Μπονγκ με δομές και συστήματα βρίσκεται, φυσικά, αυτό ακριβώς. Οι ενδοοικογενειακές δυναμικές (ένα μοτίβο σκηνής στο οποίο ο Μπονγκ πάντα επιστρέφει στη φιλμογραφία του είναι οικογενειών γύρω από ένα τραπέζι σε ένα πάντα κομβικό σημείο της ιστορίας του) και οι ταξικές δυναμικές και το πώς το ένα υπηρετεί και συνδέεται με το άλλο. «Νομίζω όλοι οι δημιουργοί, όλοι οι καλλιτέχνες, και απλά οι πάντες, ενδιαφερόμαστε συνεχώς για το ταξικό, 24/7. Θα ήταν περίεργο να μην ίσχυε», εξηγεί στο GQ.
«Όταν βλέπουμε ανθρώπους στο μετρό, στο δρόμο, παντελώς αγνώστους, αναρωτιόμαστε, πόσο πλούσιοι είναι; Ανθρώπους που συναντάμε στα αεροδρόμια, ήταν economy ή business; Πάντα το αναρωτιόμαστε επειδή ζούμε στην εποχή του καπιταλισμού», καταλήγει. «Νομίζω όλοι έχουμε ευαίσθητες κεραίες όσο αφορά το ταξικό, γενικά».
Ως εξέχων φιλμικός παρατηρητής του 21ου αιώνα ως καπιταλιστική αρένα, ο Μπονγκ αποφεύγει να κατακρίνει τους ήρωές του, επιλέγοντας να παρουσιάζει ηθικής και κοινωνικής φύσεως ανοιχτά ερωτήματα ακολουθώντας τους καθώς κινούνται και αλληλεπιδρούν και επιβιώνουν (ή και όχι!) μέσα αυτές τις κλειστές κατασκευές. Από μια γειτονιά στην οποία ακολουθεί αριστοτεχνικά τα νήματα πλοκών που πλέκονται σα χορογραφημένο γαϊτανάκι (όπως στο «Σκύλος που Γαβγίζει») μέχρι τις οικογενειακές δυναμικές και τις τοπικές ιεραρχίες και διασυνδέσεις (της «Μητέρας»).
Αν όμως ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος αυτού του ολοκληρωτικού σύγχρονου θεωρήματος αφορά αδιέξοδα σε δαιδαλώδεις διαδρομές όπου όλοι υπηρετούν (ή και πολεμούν) κάτι αόρατο σε ένα εντελώς ηθικό επίπεδο ύπαρξης, ίσως τελικά η απόλυτη ταινία-κλειδί του έργου του να παραμένει κι εκείνη που τον ανακοίνωσε διεθνώς ως σπουδαίο ανερχόμενο σκηνοθέτη.
Στις «Μνήμες Φόνων» ο Μπονγκ εμπνέεται από ένα αληθινό κομμάτι σύγχρονης ιστορίας της χώρας του, τους πρώτους φόνους της Νοτίου Κορέας που αποδόθηκαν στη δράση ενός σίριαλ κίλερ, μεταξύ 1986 και 1991. Είναι η δεύτερη ταινία του και πρώτη συνεργασία με τον σπουδαίο σχεδόν μόνιμο πρωταγωνιστή του, Σονγκ Κανγκ-χο, εδώ στο ρόλο του ντετέκτιβ που είναι υπεύθυνος για την επίλυση των φόνων. Το βλέμμα του Σονγκ καθώς κοιτάει την κάμερα σπάει τον τοίχο μεταξύ έργου και θεατή κουβαλώντας μέσα του μια αγωνία (και μια θλίψη) σχεδόν υπαρξιακή.
Ακολουθώντας τον ήρωά του στα procedural αδιέξοδά του, ο Μπονγκ χαράζει διαδρομές σε μια κοινωνία ταραγμένη μέχρι τον πυρήνα της. Μια σοκαρισμένη κοινωνία όπου ένα νέο σκοτάδι έρχεται να πυκνώσει τις υπάρχουσες δομές θέτοντας τα πάντα υπό αμφισβήτηση. Είμαστε μόλις στο 2003 και γινόταν ήδη σαφές: Μέσα από αυτό το σερί των πρώτων κορεάτικων ταινιών του, ο Μπονγκ Τζουν-χο θα ήταν ο μεγάλος χαρτογράφος του 21ου αιώνα.
*Οι τρεις ταινίες του Μπονγκ Τζουν-χο («Σκύλος που Γαβγίζει», «Μνήμες Φόνων» και «Μητέρα») είναι διαθέσιμες για streaming στο Cinobo. Διάβασε για όλες τις ταινίες του αφιερώματος στο Νέο Ασιατικό Σινεμά εδώ
Οι ταινίες είναι διαθέσιμες online στο Cinobo