Γι’ αυτό το λόγο ο Τατί χρησιμοποίησε (και στις τέσσερις ταινίες του, αλλά κυρίως στο αριστουργηματικό «Playtime») τον Ιλό ως το βασικό του όχημα για να διερευνήσει τον αντίκτυπο της τεχνολογίας, της αστικοποίησης και του κοινωνικού αυτοματισμού στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σε έναν άκαμπτο κόσμο, χωρίς χιούμορ και χωρίς χαρά, ο Κύριος Ιλό μας δείχνει έναν παιγνιώδη και αλησμόνητο δρόμο και μας καλεί να βαδίσουμε μαζί του προκειμένου να ανακαλύψουμε ξανά τις χαρές της ζωής να ταξιδέψουμε σε μία προ πολλού χαμένη παιδικότητα που πρέπει εκ νέου να κερδηθεί.
Ίσως γι’ αυτό ο Τατί μάς πηγαίνει με τον Κύριο Ιλό σε ένα κατ’ εξοχήν παιδικό, προ-γλωσσικό στάδιο, όπου βασιλεύουν οι σιωπές και οι ήχοι, αλλά όχι οι λέξεις. Ο Κύριος Ιλό μιλάει ελάχιστα έως καθόλου, και αυτή η μινιμαλιστική προσέγγιση του διαλόγου επέτρεψε στον Τατί όχι μόνο να εξερευνήσει θέματα και ιδέες που υπερβαίνουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αλλά και να δώσει στη μορφή του Ιλό την παγκοσμιότητα και την οικουμενικότητα που καταργούν τα σύνορα, τα στεγανά και τους διαχωρισμούς ανάμεσα στην «υψηλή» και τη «χαμηλή» τέχνη. Η αριστοκρατική καταγωγή του Τατί και η μετέπειτα απάρνησή της για να ακολουθήσει μια πιο μποέμικη και καλλιτεχνική ζωή δεν θα του επέτρεπαν τίποτα λιγότερο παρά να βρει στον Κύριο Ιλό το alter ego του.