Ο Τζο και τα φαντάσματα: Συνομιλώντας με τον Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν
Καθώς το «Νεκροταφείο της Δόξας» προβάλλεται στο Cinobo, μια συνομιλία με τον μεγάλο auteur μας αποκαλύπτει τα διαχρονικά μοτίβα του σπουδαίου έργου του.
O Τζο, όπως είναι το χαϊδευτικό του Ταϊλανδού σκηνοθέτη με το όνομα Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν που δυσκολευτήκαμε να το προφέρουμε αλλά το συνηθίσαμε, έχει λογαριασμό στο Twitter αν και δεν ποστάρει συχνά. Μια από τις λίγες φορές που το έκανε πρόσφατα ήταν με αφορμή την κυκλοφορία σε Blu-ray της ταινίας του Τσάι Μινγκ-λιανγκ, «Goodbye, Dragon Inn», όταν τη χαρακτήρισε ως «την καλύτερη ταινία των τελευταίων 125 χρόνων», ένα φιλμ για ένα παλιό σινεμά που ζει τις τελευταίες του στιγμές και μοιάζει να κατοικείται μόνο από φαντάσματα. Πολύ παλιότερα, όταν δήλωνε στο Sight & Sound τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών τις ανέφερε ως «τα αγαπημένα του φαντάσματα». Και φυσικά η γνωστότερη ταινία του είχε ένα φάντασμα ως έναν εκ των πρωταγωνιστών. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Ο σκηνοθέτης διανύει μια καριέρα 20 ετών πίσω από την κάμερα, με ταινίες που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, την πραγματικότητα με τη φαντασία, την ιστορία και τη μνήμη με τις καθημερινές μας σκέψεις. Το 2010 συνέβη μια κομβική στιγμή στην καριέρα του, όταν ο Τιμ Μπέρτον, ως πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ των Καννών, εντυπωσιάστηκε με το «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του» δίνοντας στην ταινία τον Χρυσό Φοίνικα. Οι ταινίες του Βιρασετάκουν ήταν γνωστές σχεδόν αποκλειστικά στο φεστιβαλικό κύκλωμα ως τότε και ένα τόσο μεγάλο βραβείο σε ένα φιλμ που δεν άλλαζε πλώρη σε σχέση με το σινεμά που έκανε ως τότε ο δημιουργός, έφερε ουσιαστικά μια περίεργη και υπερβατική δημιουργία μπροστά στα μάτια πολύ περισσότερων ανθρώπων του πλανήτη.
Είχα την τύχη να συναντήσω τον Βιρασετάκουν τον Οκτώβριο του 2010 στο Λονδίνο, ένα μήνα περίπου πριν ο σκηνοθέτης έρθει στη Θεσσαλονίκη για ένα εντυπωσιακό αφιέρωμα τότε από το φεστιβάλ της πόλης στην καριέρα του – 8 χρόνια πριν, το 2002 είχε βραβευτεί με Χρυσό Αλέξανδρο για το «Blissfully Yours». Χαμηλόφωνος, μια πολύ ήρεμη παρουσία, προσπαθούσε να πείσει ευγενικά έναν δημοσιογράφο από το εξωτερικό ότι δεν έχει δει ποτέ το «Star Wars» όταν αυτός επέμενε ότι το πλάσμα που εμφανιζόταν στην ταινία του έχει σχεδιαστεί με βάση τον Chewbacca. Ξαναβρίσκοντας αυτήν την κουβέντα, θυμήθηκα τις σκέψεις του για τη χώρα του, τα πολιτικά της προβλήματα αλλά και όσα αντιμετώπισε ο ίδιος από τις αρχές που συχνά απαιτούσαν κόψιμο σκηνών, όπως συνέβη με το «Syndromes and a Century» του 2006, και φυσικά τις δικές του απόψεις γύρω από την πνευματικότητα, τη σχέση του κόσμου που ζούμε με άλλους και την εμμονή με τα φαντάσματα, τον όρο που φαίνεται να εξηγεί καλύτερα από οποιαδήποτε επαφή του με πνευματικό έργο.
«Στο press book του Θείου Μπούνμι είχα γράψει ότι πιστεύω στη μετεμψύχωση, άλλα τώρα θα πω μάλλον όχι – μάλλον μετεμψυχώθηκα και εγώ (γέλια). Η πιθανότητα της μετεμψύχωσης είναι σίγουρα κάτι συναρπαστικό, όμως είναι πιθανό να είναι απλά μια ανοησία, καθώς χρειαζόμαστε κάποια επιστημονική απόδειξη. Πάντως το σίγουρο είναι πως όλοι πεθαίνουμε και γινόμαστε σκόνη, δεν εξαφανιζόμαστε από τη γη, υπάρχει μια μετάλλαξη σε κάτι άλλο που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι άλλο κτλ. Η ιδέα της διαρκούς μετάλλαξης της ύλης μας μου φαίνεται πιο δυνατή πλέον σε σχέση με το να πιστεύουμε ότι πεθαίνοντας μπορεί να αναγεννηθούμε ως σκύλοι ή κάτι παρόμοιο».
Τα βραβεία εκείνης της ταινίας σήμαιναν πολλά για τον ίδιο, είχαν όμως μικρότερη σημασία σε σχέση με την απήχηση της ταινίας σε ένα μικρό, εκλεκτικό κοινό μέσα στη χώρα: «Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα γράμμα που έλαβα από κάποιον εργάτη σε μύλο που πήγε στη Μπανγκόκ για να δει το φιλμ επειδή ήταν από τη περιοχή που είμαι και εγώ και μιλούσε την τοπική διάλεκτο την οποία μιλούν και στην ταινία – στα σινεμά της Μπανγκόκ προβλήθηκε με Ταϊλανδέζικους υπότιτλους. Μου έστειλε μια αρκετά μεγάλη ανάλυση και τις σκέψεις που είχε μετά την προβολή, ήταν αρκετά συγκινητικό». Αντιθέτως, οι Κάννες και γενικότερα το φεστιβαλικό κύκλωμα αν και ήταν μια σπουδαία διέξοδος για τις ταινίες του, εμπεριείχαν άγχος: «Η βράβευση στις Κάννες με βοήθησε στο να αποκτήσω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ωριμότητα. Το φεστιβάλ των Καννών είναι για μένα ένα είδος μαζοχιστικού κλαμπ, στέλνεις την ταινία σου και περιμένεις να σου επιτεθούν. Αυτό γίνεται ακόμη και αν βραβευτείς, πολλοί είπαν για παράδειγμα πώς είναι δυνατόν να βραβεύεται αυτό το σκουπίδι. Όπως και να ‘χει νιώθω πολύ πιο καλά μετά τον Φοίνικα, έχω τη σκέψη ότι αν δεν κάνω άλλη ταινία στη ζωή μου ή ακόμη και αν πεθάνω αύριο είμαι ευχαριστημένος από το ότι τελείωσα αυτό το φιλμ και βραβεύτηκε».
Ο Βιρασετάκουν δεν πέθανε τελικά, ούτε άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έκανε σινεμά. Συνέχισε την καριέρα του με installations και ταινίες μικρού μήκους, για να παρουσιάσει το 2015 (πάλι στις Κάννες) το «Νεκροταφείο της Δόξας», την πιο ευθέως πολιτική ταινία του με θέμα μια παράξενη αρρώστια που προκαλεί μόνιμη υπνηλία σε μια ομάδα στρατιωτών και τους φέρνει σε πνευματική επαφή με τους μύθους που συνδέονται με το κτίριο όπου βρίσκεται σήμερα το νοσοκομείο. Το παρελθόν και η πρόσφατη ιστορία της χώρας του ήταν περισσότερο εμφανής στο περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να αλλάξει την αισθητική της ταινίας που παρέμενε μέσα σε ένα σχεδόν μαγικό, υπνωτιστικό στυλ που δεν είχε καμία σχέση με την καταγγελία, ενώ περιείχε για άλλη μια φορά σκέψεις για το θέμα του θανάτου που τον απασχολεί από τις πρώτες του ταινίες: «Φοβάμαι το θάνατο όπως όλοι μας αν και πολλές φορές το ξεχνάμε. Νομίζω ότι συμφωνώ με αυτό που είχε πει ο Τζάρμαν πως ”δεν φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι το να πεθαίνω”. Φοβίες όπως η αποσύνδεσή σου από την κοινωνία ή το χάσιμο πολλών αναμνήσεων νομίζω πως είναι σημαντικότερες από τον ίδιο τον θάνατο», μας έλεγε στη συνέντευξη.
Το 2019 ξεκίνησε τα γυρίσματα του νέου του φιλμ με τίτλο «Memoria», για το οποίο θα παραμέριζε για πρώτη φορά τον κανόνα του να συνεργάζεται με ερασιτέχνες ηθοποιούς, για χάρη της Τίλντα Σουίντον. Η ταινία γυρίστηκε στην Κολομβία και πιθανότατα θα την είχαμε δει αν δεν υπήρχε φέτος η πανδημία. Μέσα στο 2020, ενώ συνάδελφοί του σε όλον τον πλανήτη χρησιμοποιούσαν το Zoom για να υπενθυμίζουν την παρουσία τους, ο ίδιος προτίμησε να γράψει ένα μικρό κείμενο-ωδή για μια δαμασκηνιά που έχει στον κήπο του: «Δεν της έδινα ποτέ πολλή σημασία, καθώς έλειπα συχνά. Τώρα τελευταία όμως δοκίμασα τους καρπούς της. Έχουν την πιο ωραία γεύση, γλυκόξινη, φρέσκια, σαν γεύση καλοκαιριού. Όλο βγάζει νέους καρπούς. Το φαινόμενο μου μοιάζει μαγικό. Βλέπω το δέντρο τη νύχτα, τις πορτοκαλιές του κηλίδες να λαμπυρίζουν. Λένε πως όταν τα δέντρα και τα φυτά παράγουν ασυνήθιστες ποσότητες καρπού και άνθους σημαίνει πως πεθαίνουν. Έτσι παρακολουθώ τη δαμασκηνιά μου προσμένοντας τον θάνατό της. Κάθε της καρπός μου μοιάζει πια ακόμα πιο ανεκτίμητος. Και κρατώ τους σπόρους της για το μέλλον». Τι να ήταν άραγε στην προηγούμενη ζωή της;