«Δεν θέλω ο θεατής να πει “το κατάλαβα”, αλλά “το ένιωσα”»: Ο Γιάννης Οικονομίδης και η «Ψυχή στο Στόμα»
H ταινία που έδειξε περισσότερο από τις υπόλοιπες ότι ο Οικονομίδης μπορούσε να φτιάξει ένα δικό του, μοναδικό σύμπαν.
Ο Τάκης είναι ένας μεσήλικας εργάτης σε βιοτεχνία, χωρισμένος, ξαναπαντρεμένος και με μωρό νεογέννητο. Με πιέσεις από παντού. Κανείς δεν τον αφήνει σε ησυχία. Η γυναίκα, ο εργοδότης, οι συγγενείς, οι φίλοι. Βία και καταπίεση. Λεκτική, ψυχική, σωματική. Όλοι εναντίον ενός και ο Θεός εναντίον όλων. Το αναμμένο φυτίλι απέχει αρκετά μέτρα από το μπαρούτι. Στο τέλος όμως το φθάνει.
Ταλαιπωρημένη στην εποχή της από το κύκλωμα διανομής, ακραία αλλά και αναπάντεχα ποπ μετά από χρόνια, η «Ψυχή στο Στόμα» ήταν η ταινία που έδειξε περισσότερο από τις υπόλοιπες ότι ο Οικονομίδης μπορούσε να φτιάξει ένα δικό του, μοναδικό σύμπαν, ένα σινεμά που δύσκολα θα έβρισκες όμοιό του στην Ελλάδα.
Έχοντας δημιουργήσει αίσθηση στην εποχή της, από σοκαρισμένες αντιδράσεις μέχρι το αγκάλιασμα των πιο ακραίων στοιχείων του φιλμ από την ιντερνετική και νεανική κουλτούρα, η δεύτερη ταινία του Οικονομίδη υπήρξε σίγουρα μεγάλο κεφάλαιο, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε μέχρι την κληρονομιά της σήμερα.
Αξίζει όμως να δούμε, πώς έβλεπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης αυτό το έργο του, κατά την περίοδο της δημιουργίας και κυκλοφορίας του. Μας δίνει ένα πολύ ενδιαφέρον παράθυρο σε εκείνη την εποχή, μια συνέντευξη που είχε δώσει στην Καθημερινή το 2006 από την οποία ξεχωρίσαμε μερικά αποσπάσματα. Τα οποία και παρουσιάζουμε, με αφορμή το στριμάρισμα της «Ψυχής» στο Cinobo.
Τι δεν είπατε στο «Σπιρτόκουτο» και επανήλθατε, με ένα παρόμοιο θέμα, στην «Ψυχή στο στόμα»;
Μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ψυχολογία, στη χαρακτηρολογία αλλά και διαστροφή της ανθρώπινης ψυχής. Ηθελα να κάνω μια ταινία πιο ζοφερή, πιο σκοτεινή, πιο επικίνδυνη, πιο δηλητηριώδη. Το «Σπιρτόκουτο», παρά την ένταση και τη βία που περιέχει, έχει και χιούμορ και τρυφερότητα. «Η ψυχή στο Στόμα» είναι πιο ντοστογιεφσκική.
Παρατηρείτε κοινωνικές αλλαγές, στην τριετία που μεσολάβησε από τη μία ταινία στην άλλη;
Ζούμε το ίδιο νέφος, απλώς όσο περνούν τα χρόνια η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αποπνικτική. Προχωράμε προς το ξέσπασμα της βίας, κάθε μορφής: σχέσεων, οικογενειακής, ταξικής, πολιτισμικής. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι θα είναι αφασική. Ξέσπασμα χωρίς λόγο. Σου λέει κάτι, κάποιος, στον δρόμο και κατεβαίνεις με τον λοστό και του ανοίγεις το κεφάλι. Θα φοβόμαστε σε λίγο να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια…
Αναφέρεστε στην ελληνική πραγματικότητα;
Όχι, καθόλου. Είναι το αδιέξοδο του καπιταλισμού, του πολιτισμού. Και στην Ελλάδα νομίζω ότι δεν έχουμε φτάσει τον βαθμό της κακότητας και του κυνισμού άλλων κοινωνιών.
Γιατί επιμένετε στην ταινία σε αυτό το συνεχές σφυροκόπημα των επαναλαμβανόμενων «διαλόγων»; Με τη δεύτερη, τρίτη φορά, έχει γίνει κατανοητό το πλαίσιο της ζωής των ηρώων.
Υπάρχουν δύο τρόποι να πεις μια ιστορία ή να κινηματογραφήσεις μια ταινία ή να γράψεις ένα βιβλίο. Ο ένας είναι να μένει ο δέκτης απ’ έξω, χωρίς βιολογική εμπλοκή. Όμως εγώ δεν κάνω ένα συναισθηματικό, ψυχολογικό σινεμά, αλλά ένα βιολογικό σινεμά. Αυτό σημαίνει ότι όσοι βλέπουν τις ταινίες μου κάτι «παθαίνουν». Με τους παλμούς τους, τα νεύρα τους, τον ιδρώτα τους, τη θερμοκρασία τους. «Παθαίνουν» ό,τι και οι ήρωες. Η ατμόσφαιρα που τους υποβάλλει και καταβάλλει είναι η ατμόσφαιρα της ταινίας.
Και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι δυσάρεστο και πολλές φορές ενοχλητικό. Αλλά ας έρθει κάποιος να μου πει ότι δεν κατάλαβε στο πετσί του τι θέλω να πω, για ποιο πράγμα θέλω να μιλήσω, τι συμβαίνει στην οθόνη. Για μένα αυτό έχει σημασία: να κοινωνήσω μια πραγματικότητα με έναν τρόπο αιμάτινο. Όχι εγκεφαλικά. Δεν θέλω ο θεατής να πει «το κατάλαβα», αλλά «το ένιωσα». Αυτό αναζητάω κι εγώ ως θεατής από την τέχνη.
Στην αντίδραση κρύβεται ένας μεγάλος εγωισμός. Εχουμε γίνει πολύ αλαζόνες. Δεν επιτρέπει πια κανένας σε κανέναν, ούτε καν στην τέχνη, να τον συγχύσει. Κι όμως. Πρέπει να νιώσεις τι σημαίνει γλωσσική κλειστοφοβία, βία της γλώσσας. Πρέπει να τη βιώσεις στο πετσί σου. Οπως συμβαίνει στον στρατό.
Οι ήρωές σας έχουν ελπίδα και, αν ναι, από πού έρχεται;
Το κεντρικό πρόσωπο, ο Τάκης, έχει τρία κουσούρια: είναι φτωχός, αμόρφωτος και ευαίσθητος. Αν σήμερα είσαι φτωχός, αμόρφωτος και παχύδερμο, ανήκεις στο περιβάλλον του Τάκη. Και στις δύο περιπτώσεις -έχει φτιαχτεί έτσι το μοντέλο- είσαι αποκλεισμένος από την όποια προοπτική. Αν δεν έχεις μια στοιχειώδη οικονομική δυνατότητα, είσαι στον «κάτω κόσμο».
Υπάρχει πλέον ένας κόσμος που από την ώρα που γεννιέται είναι χωρίς ελπίδα, αποκλεισμένος από το όποιο μέλλον. Οι κοινωνικές τάξεις είναι «χτισμένες», χωρίς καμία σχεδόν κινητικότητα. Η συντριβή της μεσαίας τάξης είναι απαρχή πολλών δεινών. Οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε μερίδες για την κρεατομηχανή. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Με απασχολεί πολύ το θέμα.
Η ταινία «Ψυχή στο Στόμα» είναι διαθέσιμη στο Cinobo