Ο Άνταμ Ρεμάιερ πάει το quirky ρομάντζο ένα βήμα παραπέρα με αυτό το μικρό διαμαντάκι που ενθουσίασε το φεστιβάλ Sundance και, κάτω από το σκληροτράχηλο, πανκ περίβλημά του, κρύβει μια μεγάλη, ζεστή καρδιά. Ο αφηγηματικός άξονας της ταινίας είναι γνώριμος, ακροβατώντας στα κλισέ του είδους: ένας αντισυμβατικός, διαταραγμένος τραγουδιστής μιας πανκ μπάντας πέφτει στην ανάγκη μιας συνεσταλμένης νεαρής κοπέλας με ADHD, που τυχαίνει να έχει εμμονή με την μπάντα του. Δύο άνθρωποι φαινομενικά αντίθετοι, που τους ενώνει το κοινό τους αίσθημα του μη ανήκειν, σε μια απροσδόκητη, κι όμως ταιριαστή σχέση.
Με φανερές αναφορές στο αμερικάνικο σινεμά που σκιαγράφησε τη ζωή στη suburbia, από τον καθωσπρέπει συντηρητισμό των ενηλίκων μέχρι την αντιδραστική πλήξη των εφήβων, o Ρεμάιερ μεταχειρίζεται το deadpan χιούμορ και την «middle America» αισθητική των ταινιών του Τοντ Σόλοντζ, μαζί με τον σαρωτικό νιχιλισμό του «Heathers» διατηρώντας όμως μια υφή που τον ξεχωρίζει από τους προκατόχους του στο 90s coming of age σινεμά. Οι ήρωες του «Dinner in America» ζουν στην κόψη της κοινωνικής αποδοχής με έναν πιο ουσιαστικά «πανκ» τρόπο, σαν Μπόνι και Κλάιντ παγιδευμένοι πίσω από έναν λευκό φράχτη.