Τρεις losers-αντιήρωες κερδίζουν τον πρώτο λαχνό, χάνουν το δελτίο και ξεκινούν ένα απρόβλεπτο περιπετειώδες ταξίδι για να το βρουν, μπλέκοντας σε σπαρταριστά περιστατικά, σε μια κωμωδία χαρακτήρων για τις ανατροπές που επιφυλάσσει η ζωή ενώ τρέχεις από πίσω της. Ο Πολ Ναγκοέσκου, ως γνήσιος “ξάδερφος” του Τζιμ Τζάρμους και του Άκι Καουρισμάκι παρατηρεί με ξεκαρδιστικό τρόπο τους αξιολύπητα αξιαγάπητους πρωταγωνιστές του, ενώ παράλληλα αυτοσαρκάζεται ως μέρος του Νέου Ρουμανικού Σινεμά.
Ο σκηνοθέτης μιλά για την ανορθόδοξη διαδικασία δημιουργίας του φιλμ, που ήταν ίσως και το πιο σημαντικό προτέρημά του «Συνήθως έχω μια ιδέα, γράφω ένα σενάριο, κάνω αίτηση για χρηματοδότηση και αφού συγκεντρωθεί το μπάτζετ, αρχίζω να δουλεύω την ταινία. Αυτή τη φορά, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Ντράγκος Μπούκουρ, ο οποίος με ρώτησε εάν ήθελα να κάνω μια ταινία με χαμηλό-προς-καθόλου μπάτζετ μαζί με εκείνον και τους μαθητές του στη σχολή κινηματογράφου. Τον συνάντησα, γνώρισα τους μαθητές και άρχισα να γράφω ένα σενάριο που μου έδινε τη δυνατότητα να μετακινώ τους κεντρικούς χαρακτήρες από μέρος σε μέρος, όπου θα συναντούσαν τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που θα ερμήνευαν οι μαθητές.»
«Στόχος ήταν να κάνουμε μια ταινία που θα μπορούσε να αγκαλιάσει το ευρύ κοινό, χωρίς να νιώσουμε πως κάνουμε καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς. Για μένα, το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που θα ήθελα να δω. Ήταν μια δύσκολη διαδικασία, πάντως. Το σενάριο ολοκληρώθηκε τρεις μέρες αφού ξεκίνησαν τα γυρίσματα, και πριν από αυτό από το άγχος μου δεν μπορούσα να κοιμηθώ για εβδομάδες. Τελικά, μετά από δυο-τρεις μέρες στην παραγωγή, ήμουν πια σίγουρος ότι το φιλμ θα εξελισσόταν αρκετά αστείο και απολαυστικό.»
Η ‘τενεκεδένια’ Οδύσσεια των ηρώων έχει ένα τέλος που εξυψώνει το πνεύμα και σε κάνει να εύχεσαι να δεις στο μέλλον κι άλλες τέτοιες ταινίες από τον ρουμανικό κινηματογράφο: που ισορροπούν ιδανικά μεταξύ απόγνωσης και απόλαυσης.