Κυρίως, όμως, ο Πιαλά κράτησε για τον εαυτό του το ρόλο του πατέρα της Σουζάν. Μια μορφή αυταρχική, δεσποτική και απόλυτα επιβλητική, ικανή να μεταπηδήσει από την αγριάδα στη στοργή με μια κυκλοθυμία επικίνδυνη, αλλά και τόσο ανθρώπινη μαζί, ένας πατέρας αφέντης που εξαφανίζεται για να επανεμφανιστεί λίγο πριν το τέλος στη συγκλονιστική σκηνή του οικογενειακού δείπνου, η οποία κατά τις φήμες γυρίστηκε χωρίς οι υπόλοιποι ηθοποιοί να γνωρίζουν ότι ο Πιαλά θα άνοιγε απλά την πόρτα του σκηνικού και θα εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά τους. Και φυσικά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτή η επιλογή δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στην σχέση του σκηνοθέτη με την πρωταγωνίστριά του. Ο Πιαλά ανακάλυψε τυχαία την Μπονέρ και είδε σε αυτήν μια καταιγιστική ερμηνευτική δύναμη, έτοιμη να ξαμοληθεί και να καταλάβει την οθόνη. Μαζί κατάφεραν μπροστά και πίσω από την κάμερα να πλάσουν και να αποτυπώσουν μια σχέση τόσο ειλικρινή και σύνθετη, η δύναμη της οποίας αντηχεί ακόμα και σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια.