Αν το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη είναι σήμερα ένας όρος σαφής για όσους έχουν έρθει σε επαφή μαζί του και με συγκεκριμένη θέση μέσα στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, φανταστείτε πως θα αισθάνθηκαν οι πρώτοι θεατές του Σπιρτόκουτου πριν ακόμη το όνομα του σκηνοθέτη παραπέμπει σε οτιδήποτε. Βρισκόμαστε στο 2002, το ελληνικό σινεμά ξαναφέρνει πολλά εισιτήρια στους κινηματογράφους μετά από αρκετά χρόνια εσωστρέφειας, αλλά σχεδόν αποκλειστικά με κωμωδίες που ποντάρουν στην αναγνωρισιμότητα των συντελεστών τους μέσα από την τηλεόραση.
Για τα υπόλοιπα είδη, ο Αγγελόπουλος έχει έναν σχετικά φρέσκο Χρυσό Φοίνικα και μοιάζει να είναι μια κατηγορία από μόνος του, ενώ και υπόλοιποι σκηνοθέτες που ξεκίνησαν στα 70s συνεχίζουν ακάματα το έργο τους. Για τους νεότερους, υπάρχει το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τα τότε Κρατικά Βραβεία Ποιότητας για τα οποία σπάνια υπάρχει ενημέρωση έξω από ένα ειδικό κοινό. Σαν να αναμένεται από κάπου μια έκρηξη η οποία δεν έρχεται μέχρι τη στιγμή που ένας σκηνοθέτης ο οποίος έχει απασχολήσει ως τότε το εσωτερικό κύκλωμα με τις ταινίες μικρού μήκους «Σταδιακή βελτίωση του καιρού» και «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί», παρουσιάζει την πρώτη μεγάλου μήκους του.