
«Το Βασίλειο»: Αν το «Aftersun» διαδραματιζόταν στις φατρίες μαφιόζων της Κορσικής
Αν το «Aftersun» διαδραματιζόταν στις φατρίες μαφιόζων της Κορσικής θα έμοιαζε με αυτή την εκρηκτική ταινία για την πολύπλοκη σχέση ενός πατέρα και μιας κόρης που καλούνται να αντιμετωπίσουν την άκρατη βία της περιοχής.
Είμαστε στην Κορσική το 1995. Είναι το πρώτο καλοκαίρι της Λέζια ως έφηβη. Μια μέρα ένας άντρας εισβάλλει στη ζωή της και την πηγαίνει σε μια απομονωμένη βίλα, όπου βρίσκει τον πατέρα της, κρυμμένο, περιτριγυρισμένο από τη φατρία του. Ένας πόλεμος του υποκόσμου ξεσπά. Η θηλιά σφίγγει γύρω τους. Αναγκασμένοι να διαφύγουν, πατέρας και κόρη θα μάθουν να αντιμετωπίζουν, να καταλαβαίνουν και να αγαπούν ο ένας τον άλλον.
«Η Κορσική, ένα έδαφος που βρίσκεται στο σταυροδρόμι των λαών της Μεσογείου, ήταν πάντα μια γη ποτισμένη από βία – μια βία που τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί σε αυτή την νησιωτική κοινωνία, τροφοδοτώντας τις φαντασιώσεις μιας ακινητοποιημένης νεολαίας που γοητεύεται από τα εύκολα χρήματα, τα όπλα και την εξουσία», εξηγεί ο σκηνοθέτης Ζουλιέν Κολονά. «Το έγκλημα ως επιχείρηση έχει γίνει συνηθισμένο, βάφοντας το νησί με αίμα και τυλίγοντάς το στην ατιμωρησία, όπως τόσα άλλα εδάφη που αγωνίζονται να βρουν ένα μονοπάτι προς την ειρήνη».
Τι προσφέρει όμως το συγκεκριμένο σκηνικό σε αυτή την ιστορία; Ο Κολονά αναφέρει πως «επέλεξα να τοποθετήσω αυτή την ιστορία στην Κορσική της δεκαετίας του '90, καθώς ήταν μια αποφασιστική περίοδος για το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του νησιού. Εκείνη την εποχή, ορισμένοι εθνικιστές ακτιβιστές επέλεξαν να ασχοληθούν με τις επιχειρήσεις, ενώ άλλοι εντάχθηκαν στον υπόκοσμο, αλλάζοντας έτσι την τοπογραφία του νησιού και αποσταθεροποιώντας βαθιά την ήδη επισφαλή ειρήνη. Αυτή η δεκαετία ήταν η θερμοκοιτίδα για τους πολέμους μεταξύ φατριών, μερικοί από τους οποίους συνεχίζονται μέχρι σήμερα», εξηγεί.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΑΝΤΙ-ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ ΤΑΙΝΙΑ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ
«Η αφηγηματική προοπτική του “Βασιλείου” είναι από το επίπεδο ενός παιδιού σε ένα ανδρικό περιβάλλον. Η οπτική γωνία είναι ταυτόχρονα βυθισμένη αλλά και αποστασιοποιημένη και απεικονίζει μια πατρική σχέση που προσπαθεί να υπάρξει, να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον όπου όλα πεθαίνουν. Τα συναισθηματικά προβλήματα των χαρακτήρων γίνονται πιο ορατά, καθώς έχω τοποθετήσει την κλασική πλοκή του είδους – τη στρατιωτική σκακιέρα, τον πόλεμο των φατριών και των εδαφών – στο παρασκήνιο».
«Ήθελα να δημιουργήσω ένα χώρο στον οποίο να βλέπεις κάτι άλλο να ζωντανεύει: μια ιστορία για τις συνέπειες αυτών των περιθωριακών ζωών, μια πιο αληθινή αντανάκλαση ενός περιβάλλοντος που πολύ συχνά αντιμετωπίζεται φανταστικά, και έτσι να οριοθετήσω τα όρια μιας αντι-γκάνγκστερ ταινίας», αναλύει μιλώντας για την προσέγγισή του σε ένα γνώριμο κινηματογραφικό είδος.
«“Ο εγκληματίας όταν διαπράττει το έγκλημά του είναι πάντα ένας άρρωστος άνθρωπος”, έγραψε ο Ντοστογιέφσκι. Αν και τα πλαίσια είναι διαφορετικά, αυτοί οι άνδρες είναι πράγματι βαθιά άρρωστοι. Μέσα από αυτή την ταινία θέλω να δείξω τον μηχανισμό της κυριαρχίας των κακοποιών στην αναπόφευκτη προγραμματισμένη εξαφάνισή του. Αυτοί οι άνδρες δεν εξιδανικεύονται ούτε αγιοποιούνται· αντίθετα, παρουσιάζονται ως μετανοημένοι για τη ζωή τους, φάντασματα εκείνων που έχουν ήδη πεθάνει αλλά δεν το γνωρίζουν ακόμα», τονίζει ο σκηνοθέτης.
«Σε αντίθεση με τα στερεότυπα, τα πολυτελή εστιατόρια είναι σπάνια, τα φανταχτερά αυτοκίνητα απαγορεύονται – είναι πολύ επιδεικτικά – και οι όμορφες γυναίκες συχνά βαρύνονται από το άγχος. Θέλω να αποκαταστήσω την πραγματικότητα αυτών των πεπρωμένων, να ανατρέξω στις ζωές τους, όπως αυτές των άγριων ζώων, που εναλλάσσονται μεταξύ κυνηγού και θηράματος, στις οποίες ο φόβος είναι πανταχού παρών. Ο φόβος των ανδρών να χάσουν έναν φίλο. Ο φόβος να αφήσουν πίσω μια χήρα ή ορφανά. Ο φόβος της Λέζια να δει τον πατέρα της να πεθαίνει ανά πάσα στιγμή, ανίσχυρη μπροστά στην ανδρική βία που της επιβάλλεται, μπροστά στην ανέμελη παιδική ηλικία που της ξεφεύγει. Το πεπρωμένο συνθλίβει την ιστορία με την αργή αδράνειά του», αναφέρει για το συγκλονιστικό θεματικό υπόβαθρο της ιστορίας.
«Το “Βασίλειο” είναι μια ιστορία ενηλικίωσης: μέσα από το ταξίδι της Λέζια θέλω να δείξω την αυτοθυσία που πρέπει να κάνει για να γίνει αποδεκτή από τους ενήλικες, για να επιβιώσει από αυτή την πανταχού παρούσα απειλή του θανάτου, για να έχει την επιμονή να αγαπά τον πατέρα της και να αγαπιέται σε αντάλλαγμα. Η συν-σεναριογράφος μου Ζαν και εγώ θέλαμε να απεικονίσουμε ένα παιδί φρουρό, ώριμο, με κρυμμένα τραύματα, ευγενικό και θαρραλέο, λογικό αλλά πεισματάρικο», τονίζει.

Ο ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗΣ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ
Μιλώντας για τον πατέρα, έχει ενδιαφέρον και το πώς σκιαγραφείται από την ταινία ένας φύσει γκρίζος ήρωας, που όμως η Λέζια αγαπά. «Ο Πιερ-Πολ δεν είναι εύκολος χαρακτήρας να κατανοηθεί από τον θεατή», παραδέχεται ο Κολονά. «Είναι ένας παράδοξος άντρας, τόσο ευθύς στις συμπεριφορές του όσο και πολύπλοκος και αινιγματικός ψυχολογικά: τρυφερός αλλά ψυχρός, στρατηγικός και αυταρχικός. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, θα ανακαλύψουμε την ευαισθησία αυτού του άνδρα, τα ρήγματα που συνδέονται με την παιδική του ηλικία και τα ελαττώματα που συνοδεύουν έναν πατέρα που ζει μια ζωή όπως η δική του».
«Ο δεσμός μεταξύ του Πιερ-Πολ και της Λέζια δομεί την ιστορία, ενώ βρίσκονται σε φυγή, αγωνιζόμενοι να επικοινωνήσουν όταν υπάρχουν τόσα πολλά να πουν. Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους συναντούν ανθρώπους, μέρη, τοπία, όλα τα στοιχεία του βασιλείου τους, που διαμορφώνουν τη σχέση τους, ενισχύουν τον δεσμό τους, αποκαλύπτουν την αγάπη τους», εξηγεί ο σκηνοθέτης.
«Αυτή η αγάπη γίνεται το κεντρικό θέμα της ταινίας, η επανένωσή τους απειλείται από αυτή την περιθωριακή ζωή, από το βάρος των επιλογών του παρελθόντος. Ο δεσμός μεταξύ πατέρα και κόρης, μόλις που ξαναφτιάχτηκε, ακόμα εύθραυστος, είναι έτοιμος να σπάσει ανά πάσα στιγμή στο βωμό του τίμηματος που πρέπει να πληρωθεί, της απαραίτητης θυσίας. Η σχέση τους αμφισβητεί επίσης την κληρονομιά της βίας. Η ταινία αναζητά έναν χώρο διαβίωσης, ένα μέρος ειρήνης μεταξύ του ντετερμινισμού και της ελεύθερης βούλησης, ένα μονοπάτι προς τη συμφιλίωση που χαράσσεται, όπως συμβαίνει συχνά, τόσο από πράξεις όσο και από αποτυχίες της αγάπης», αναφέρει.
«Θέλω το “Βασίλειο” να είναι ένα ειλικρινές, ενσώματο και ταραγμένο έργο», λέει τελικά ο Κολονά. «Το Βασίλειο ως έδαφος για το οποίο αγωνίζεσαι. Μεταξύ ανθρώπων του ίδιου είδους ή ενάντια στους άλλους. Το Βασίλειο επειδή οι πατέρες θεωρούνται βασιλιάδες από τα παιδιά τους, πριν πεθάνουν και αντικατασταθούν ανελέητα από εκείνους που ακολουθούν. Ένα φανταστικό Βασίλειο αναμνήσεων, αισθήσεων, του οποίου μόνο εμείς έχουμε τα κλειδιά. Επειδή οι δεσμοί που δημιουργούμε συνδέονται πάντα με μέρη, με ανθρώπους, με μυρωδιές. Όπως το Βασίλειο που η Λέζια θα έχει την τύχη να γνωρίσει με τον πατέρα της και το οποίο θα θυμάται όταν μεγαλώσει ως τον χαμένο της Παράδεισό».
H ταινία «Το Βασίλειο» είναι διαθέσιμη στο Cinobo