Το δημιουργικό φινάλε του Νίκου Παναγιωτόπουλου μέσα από τα λόγια του ίδιου
Το κύκνειο άσμα ενός από τους καλύτερους (υποκειμενικά) και παραγωγικότερους (αντικειμενικότατα, καθώς εδώ μιλούν οι αριθμοί) σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, έρχεται στο Cinobo κι εμείς διαβάζουμε σημειώματά του από την κυκλοφορία των ταινιών.
17 ταινίες σε 41 χρόνια. Από τα «Χρώματα της Ίριδας» του 1974 ως την «Κόρη του Ρέμπραντ» του 2015, ο «σκηνοθέτης της Αθήνας» όπως συχνά αποκαλούσαν τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, σαφώς επηρεασμένο από τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague και γενικότερα από τις εμπειρίες του στο Παρίσι όπου και έζησε από το 1960 ως το 1973. Στο προσωπικό και στυλιζαρισμένο αυτό σύμπαν, οι ανθρώπινες σχέσεις παρατηρούνται και σχολιάζονται με ευφάνταστους τρόπους και μέσα από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. «Τα Χρώματα της Ίριδας», «Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», «Αυτή η Νύχτα Μένει» (διαθέσιμο στο Cinobo), «Ονειρεύομαι τους Φίλους Μου», «Delivery» είναι μερικές από τις γνωστότερες δημιουργίες του.
Οι δύο τελευταίες ταινίες του («Η Λιμουζίνα» και η «Κόρη του Ρέμπραντ») φέρνουν τη Δούκισσα Νομικού αντιμέτωπη με ηθοποιούς που συνεργάζονταν για χρόνια με τον Παναγιωτόπουλο. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης συνήθιζε να περιγράφει τις ταινίες του μέσα από συνοδευτικά σημειώματα και σίγουρα η περιγραφή δεν αφορούσε την υπόθεση. Ήταν περισσότερο μια εξομολόγηση ιδεών και σκέψεων που είχε όσο γύριζε την κάθε ταινία, αλλά και των κινήτρων που είχε όταν την ξεκινούσε. Παρακάτω, ο ίδιος περιγράφει τις 2 τελευταίες σουρεαλιστικές ταινίες του, με 2 σημειώματα καλύτερα ίσως από την όποια σύνοψη θα επιχειρούσαμε να φτιάξουμε.
Η Λιμουζίνα (2013)
Περιμένοντας, ανυπόμονα, να ολοκληρωθεί η χρηματοδότηση μιας φιλόδοξης παραγωγής με τίτλο «Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ», που σαν να έχει κόκκαλα, αφού την έχω ξεκινήσει καμιά δεκαριά φορές, χωρίς επιτυχία, έλαβα με το ταχυδρομείο, εντελώς απροσδόκητα, μια συλλογή διηγημάτων, από ένα φίλο μου στο Παρίσι, που είχα να τον δω πάνω από σαράντα χρόνια. Το βιβλίο συνοδευόταν από ένα γράμμα, που το δημοσιεύω:
«Γειά σου Νίκο, μετά από δεν ξέρω πόσες δεκαετίες… Σου στέλνω αυτό το βιβλιαράκι με διηγήματα, που εμφανίζονται σκόρπια εδώ κι εκεί, σκηνές από το Σαιν Κλωντ και τα καφενεία του Μονπαρνάς. Τα έγραψα κατά καιρούς, καθώς που είχα κέφια και αναπολούσα τα πρόσωπα και τα πράγματα της νιότης μας στα Παρίσια, που τελικά δεν ήταν και τόσο άσκημη. Είχε πλάκα και φορές, φορές, είχε μεγάλη πλάκα. Ζάχος».
Μετά την ανάγνωση του πρώτου διηγήματος, κατάλαβα αμέσως ότι αυτό το βιβλιαράκι θα το έκανα ταινία. Παρ’ όλο που η συνέχεια μου έβαζε ανυπέρβλητα προβλήματα παραγωγής, κατάφερα μέσα σε δεκαπέντε μέρες να γράψω ένα σενάριο που έφερνε τα πάνω, κάτω. Το ίδιο γρήγορα, βρήκα τα χρήματα και έκανα τα γυρίσματα σαν κάποιος να με κυνηγούσε. Απλώς αυτή η ταινία ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Απελευθερωμένος, λόγω ηλικίας ίσως, από ανόητες αναστολές, μπόρεσα να τιμήσω ένα σινεμά, μιας εποχής που οι ταινίες δεν είχαν ακόμα υπογράψει με το κοινό, το συμφωνητικό της αληθοφάνειας και δεν ήθελαν να προσποιηθούν το πραγματικό. Η ΛΙΜΟΥΖΙΝΑ έχει τον υπότιτλο (κωμωδία παρεξηγήσεων), είναι μια ταινία με αυτοσχεδιασμούς, με δοκιμές σκέψεων, ένα παιχνίδι με το παράδοξο και μια τολμηρή αυθαιρεσία, στο επίπεδο της κινηματογραφικής σύμβασης.
Όσο γι’ αυτούς που με κατηγορούν ότι γυρίζω μια ταινία μετά την άλλη, χωρίς να παίρνω αναπνοή, θέλω να τους πληροφορήσω πως, καθώς είμαι εναντίον κάθε διαχωρισμού, απορρίπτω και τον διαχωρισμό ελεύθερου και εργασιακού χρόνου.
Αν ήξερα τι θέλω να πω, θα το έλεγα, δεν θα γύριζα ταινίες.
Πάνω απ’ όλα, μια ταινία για μένα, εκτός από ένα μυστήριο, είναι ένα «θέαμα». Θα είχε ενδιαφέρον να ψάξει κανείς να βρει από πότε οι σκηνοθέτες άρχισαν να παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Από πότε δηλαδή απεκδύονται τον ρόλο του διασκεδαστή και ενδύονται αυτόν του διαφωτιστή. Αυτό είναι ένα πρόβλημα γιατί σ’ αυτόν τον κατήφορο τους ακολούθησαν υπερβάλλοντες και οι κριτικοί του κινηματογράφου.
Σ’ ό,τι με αφορά, με καλύπτει η ρήση του Χίτσκοκ: «Όλοι θέλουν οι ταινίες τους να είναι φέτες ζωής, οι δικές μου θέλω να είναι φέτες γλυκό».
Είναι αλήθεια ότι δεν μου αρέσουν οι ταινίες «γροθιές στο στομάχι». Δεν πηγαίνω στον κινηματογράφο για να φάω ξύλο. Ούτε οι ταινίες «χειρουργικές επεμβάσεις» μου αρέσουν, αυτές δηλαδή που βάζουν το «νυστέρι στο κόκκαλο». Οι εγχειρήσεις μου προκαλούν τρόμο και κατ’ επέκταση όλες οι «τομές» και οι «ανατομίες».
Στις ενστάσεις των υποκριτών του κόσμου, που τάχα διψούν για ένα σινεμά με κοινωνικό πρόσωπο, θα απαντούσα ότι από τη στρατευμένη τέχνη προτιμώ τους στρατευμένους ανθρώπους. «Το ταλέντο στην τέχνη και το θάρρος στη ζωή», όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ.
Τι μένει; Μια επιδρομή στο ανέκφραστο (πάντα θα ψάχνουμε τους τρόπους να πούμε το τίποτα), μια συγκίνηση αισθητικής τάξεως, ένα παιχνίδι για μεγάλους, που μπολιάζει τη ζωή σε μικρές φράσεις, χειρονομίες, εικόνες, με μικρά αστεία και μικρά γεγονότα, που σηκώνει την πέτσα της καθημερινότητας και ίσως αποκαλύπτει μια κρυφή πραγματικότητα…
Άλλωστε, ο κινηματογράφος όπως και κάθε τέχνη δεν είναι η εξομολόγηση ότι η ζωή δεν επαρκεί;
Η Κόρη του Ρέμπραντ (2015)
«Είναι για μένα μια ταινία ορόσημο. Μια ταινία που οι εικόνες της γεννούν νοήματα. Δεν είναι τα νοήματα που γέννησαν τις εικόνες. Είναι μια ταινία αστεία και μαζί μελαγχολική. Αυτός είναι ο λόγος που την αφιερώνω στους Max Brothers αλλά και στον Luis Bunuel και στον Τσέχωφ. Άλλη μια ταινία μου αταξινόμητη. Ένας κόσμος που αυτοκαταστρέφεται. Το τέλος μιας εποχής. Η μελαγχολία του τέλους μιας εποχής. Η αμηχανία μπροστά στο νέο που έρχεται. Ο φόβος του άγνωστου. Η κωμικότητα του πανικού.
Νομίζω ότι τα φεστιβάλ κινηματογράφου, κατέστρεψαν τον κινηματογράφο. Οι ταινίες γίνονται για να αρέσουν στους διευθυντές των φεστιβάλ. Εγώ θέλω να κάνω ταινίες που ν’ αρέσουν σε μένα. Η ταινία μ’ έναν τρόπο, μοιάζει με τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας». Αν έκανα σήμερα τους «Τεμπέληδες» θα τους έκανα κάπως έτσι.
Οι ταινίες μου είναι ακραίες. Δεν μου αρέσει η σιγουριά αυτού που έχω ήδη κατακτήσει. Καλύτερη μια μεγαλοπρεπής αποτυχία από μια μίζερη επιτυχία. Στις ταινίες μου μ’ αρέσει ν’ ανακατεύω ηθοποιούς ποιοτικούς (δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτός ο όρος), με ηθοποιούς εμπορικούς (ούτε κι’ αυτός ο όρος μ’ αρέσει). Αν οι ίδιοι δεν δυσανασχετούν απ’ αυτή τη σύμπραξη, τι λόγος πέφτει στους κριτικούς και στους σινεφίλ. Γυρίζω συνεχώς ταινίες όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν κάθε μέρα, οι συγγραφείς γράφουν κάθε μέρα, όπως οι εργάτες πηγαίνουν στη δουλειά τους κάθε μέρα» .
Οι ταινίες είναι διαθέσιμες online στο Cinobo