Τα τρένα κατέχουν εξέχουσα θέση στο τσέχικο σινεμά, από την εποχή ακόμα της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας, με πιο τρανό παράδειγμα τον «Άνθρωπο Που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν» του Γίρι Μένζελ, το οποίο όχι μόνο αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες του εγχώριου Νέου Κύματος τη δεκαετία του 60, αλλά κατέκτησε και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας.
Δεκαετίες αργότερα και σε μια διχοτομημένη μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος χώρα, ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, ο Τόμας Λούνιακ, ζωντάνεψε μια τριλογία graphic novels, με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Αλόις Νέμπελ. Έναν μεσήλικα σταθμάρχη, διορισμένο σε έναν απομακρυσμένο σιδηροδρομικό σταθμό στα σύνορα Τσεχοσλοβακίας και Πολωνίας, την εποχή της Βελούδινης Επανάστασης και της Πτώσης του Τείχους. Έναν ακόμα άνθρωπο που έβλεπε τα τρένα να περνούν και να φέρνουν μαζί τον απόηχο από τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, ξυπνώντας παράλληλα αναμνήσεις από τα τραύματα του παρελθόντος.
Κι όλα αυτά σε ένα ασπρόμαυρο animation, που φέρνει στη ζωή τα αρχικά σχέδια του πρωτογενούς υλικού με μία εντυπωσιακή ροτοσκοπική τεχνική, κατά την οποία τα γυρίσματα με πραγματικούς ηθοποιούς έγιναν ο καμβάς πάνω στον οποίο συνδυάστηκαν η ρεαλιστική κίνηση με τις εξπρεσιονιστικές αποχρώσεις και τις σκιές, δημιουργώντας μια καφκική και ομιχλώδη ατμόσφαιρα.
Το επώνυμο του κεντρικού ήρωα, άλλωστε, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι (Nebel στα γερμανικά σημαίνει ομίχλη). Αξιοποιώντας τις απεριόριστες δυνατότητες που το μέσο του παρέχει, ο Λούνιακ επιλέγει μια υπαινικτική, αινιγματική και κάθε άλλο παρά γραμμική αφήγηση, διαπλέκοντας συνεχώς το παρόν και το παρελθόν, τις μνήμες και την επικαιρότητα, τις φαντασιώσεις και την πραγματικότητα.
Ο Αλόις Νέμπελ ζει μια μοναχική καθημερινότητα, που αναλώνεται στην παράθεση του χρονοδιαγράμματος των αφίξεων και των αναχωρήσεων της γραμμής, κατατρύχεται, όμως, από την ανάμνηση ενός τραγικού αποχαιρετισμού στον ίδιο σταθμό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ένταση αυτών των αναμνήσεων, που τον καλύπτει με τον ίδιο σαρωτικό τρόπο που η ομίχλη αγκαλιάζει τα δάση ολόκληρης της περιοχής, θα τον οδηγήσει στο νευρικό κλονισμό και στον εγκλεισμό σε μια ψυχιατρική κλινική.
Εκεί θα συναντήσει τη μυστηριώδη φιγούρα του «Μουγγού», ο οποίος έχει περάσει παράνομα τα σύνορα από τη Γερμανία και συλλαμβάνεται αρνούμενος να μιλήσει. Η φωτογραφία που έχει καλά φυλαγμένη στο παλτό του απεικονίζει την ίδια οικογένεια που πρωταγωνιστεί στις αναμνήσεις του Αλόις. Δεμένοι με ένα κοινό πεπρωμένο, αλλά χωρισμένοι από τις ιστορικές συγκυρίες που κανείς εκ των δύο δεν μπορούσε να ελέγξει, οι δύο αυτοί άντρες θα αναμετρηθούν με το παρελθόν τους χωρίς να γνωρίζουν τον ιστό που τους συνδέει.
Ο ένας θα βγει από το ψυχιατρικό άσυλο και θα διαπιστώσει ότι η θέση του στο σταθμό έχει ήδη καλυφθεί. Θα μεταβεί στον κεντρικό σταθμό της Πράγας για να μάθει περισσότερα κι εκεί θα γνωρίσει μια μεσήλικη καθαρίστρια, που ίσως είναι το αντίδοτο στη μοναξιά του. Ο άλλος θα δραπετεύσει μετά από απανωτά ηλεκτροσόκ και θα προσπαθήσει να υλοποιήσει το σχέδιο της εκδίκησης για το οποίο πέρασε τα σύνορα. Όταν οι δύο ήρωες ξανασυναντηθούν, τα πρόσωπα και τα κίνητρα θα αποκαλυφθούν. Με ένα (ακόμα) έγκλημα.
Ο Λούνιακ αφήνει το θεατή να συνδέσει τα κενά ανάμεσα στους χρόνους, τα πρόσωπα και τα γεγονότα, όσο οι αριστοτεχνικά σχεδιασμένες εικόνες επιτυγχάνουν να αποδώσουν πολύ πιο πειστικά από οποιαδήποτε επεξήγηση τα ατομικά και τα συλλογικά τραύματα που αφήνει η Ιστορία, με έναν υπόκωφο και υποδόρια μελαγχολικό τρόπο που αποδεσμεύει σταδιακά τη συγκίνηση. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ενήλικα animation της τελευταίας δεκαετίας και μια βαθύτατα πολιτική ταινία, που αξίζει δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα του είδους.