“Citizenfour”: Πώς έγινε πραγματικότητα το ντοκιμαντέρ για τον Έντουαρντ Σνόουντεν
Το “CitizenFour” για τον Έντουαρντ Σνόουντεν είναι ένα φιλμ-επίτευγμα στο όριο σινεμά και αλήθειας. Η Λόρα Πόιτρας παραδίδει ένα ντοκιμαντέρ σε συσκευασία θρίλερ συνωμοσίας ή αλλιώς τον «Μεγάλο Αδερφό» ως κομμάτι δημοσιογραφικής έρευνας, δίνοντας διαστάσεις υπαρξιακής αγωνίας για την ίδια την εφαρμογή της δημοκρατίας στην τεχνολογική εποχή.
Τον Δεκέμβριο του 2012 ο Έντουαρντ Σνόουντεν προσπαθούσε ήδη να έρθει σε επικοινωνία με έναν δημοσιογράφο που ο ίδιος θεωρούσε κατάλληλο και έμπιστο, ώστε να πει την σοκαριστική ιστορία που είχε να μοιραστεί με τον κόσμο. Παρά λίγο, αυτή η επικοινωνία θα προσέκρουε σε τοίχο.
Την ίδια ώρα, σε ένα άλλο σημείο του κόσμου, η σκηνοθέτης Λόρα Πόιτρας είχε ξεκινήσει δουλειά πάνω στο νέο της ντοκιμαντέρ που επρόκειτο να αποτελέσει το τρίτο φιλμ σε μια άτυπη τριλογία της πάνω στην Αμερική στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου. Η Πόιτρας σε εκείνο το σημείο δεν είχε ιδέα πως το φιλμ της θα εξελισσόταν σε ένα ντοκουμέντο πάνω στην μεγαλύτερη αποκάλυψη παρακολούθησης του 21ου αιώνα.
Αλλά έτσι κι αλλιώς οι ταινίες της, παλλόμενα ντοκουμέντα ενός κόσμου που άλλαζε ραγδαία μπροστά στα μάτια μας (αλλά και, ταυτόχρονα, μακριά από το βλέμμα μας), πάντοτε είχαν την τάση να μετεξελίσσονται σε κάτι σοκαριστικό και απρόσμενο.
Η πολιτική των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου είχε κάνει την, μεγαλωμένη από μια εύπορη, συντηρητική βοστονέζικη οικογένεια, Λόρα Πόιτρας να νιώθει απόγνωση για την τροχιά του Δυτικού κόσμου. Με σπουδές στην καλών τεχνών και πάνω στην κοινωνική θεωρία, επηρεασμένη από τα vérité ντοκιμαντέρ των αδερφών Μέιλς και του Φρέντερικ Γουάιζμαν, και ήδη βραβευμένη για το ντοκιμαντέρ της “Flag Wars” του 2003, η σκηνοθέτης ταξίδεψε στη Βαγδάτη το καλοκαίρι του 2004 για να χρονολογήσει την απόπειρα των επισήμων της περιοχής να οργανώσουν τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές.
Μιλώντας στον New Yorker εξηγεί πως «δεν ξεκίνησα να κάνω σινεμά επειδή ήθελα να κάνω ένα ιδεολογικό ή πολιτικό point- ξεκινώ ένα ταξίδι, γνωρίζω ανθρώπους, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους τα ερωτήματά μου μετατοπίζονται στις καταστάσεις που καταγράφω». Όσο για τον πόλεμο του Ιράκ τονίζει πως «ήμουν οπωσδήποτε εναντίον του πολέμου, αλλά με το να βρεθώ εκεί, έπρεπε να τον κατανοήσω διαφορετικά. Άλλαξε τα πάντα. Είναι εύκολο να λες από τη Νέα Υόρκη πως οι εκλογές αυτές ήταν μια απάτη, αλλά όταν βλέπεις μπροστά σου ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για να ψηφίσουν, όλα είναι αληθινά».
Η Πόιτρας δένει την κάμερα πάνω της και την χρησιμοποιεί, όπως λέει, ως μάρτυρα παρά ως εμπόδιο. Το ντοκιμαντέρ της “My Country, My Country” αφηγείται τον πόλεμο του Ιράκ από διαφορετικές οπτικές και προτείνεται για Όσκαρ ως ένα πολύτιμο ντοκουμέντο του πολέμου. Με την επόμενη ταινία της ήθελε να εστιάσει στο στρατόπεδο του Γκουαντάναμο, βρίσκοντας έναν αθώο κρατούμενο κι ακολουθώντας τον στην ζωή του.
Ταξιδεύοντας στο Αφγανιστάν, διαπίστωσε πως η πραγματικότητα και πάλι είχε άλλα σχέδια: Γνώρισε έναν ταξιτζή που κάποτε υπήρξε σωματοφύλακας του μπιν Λάντεν. «Πώς είναι δυνατόν κάποιος τόσο υψηλά ιστάμενος στην Αλ Κάιντα να οδηγεί ένα ταξί στη Σανάα ενώ έχουμε καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έχουν δουλειά να κρατούνται στο Γκουαντάναμο;», λέει στον New Yorker. Το αποτέλεσμα, πιο ηθικά γκρίζο και πιο σκοτεινό από ό,τι κι η ίδια θα περίμενε, ήταν το φιλμ “The Oath” του 2010, εξετάζοντας μια δεύτερη πτυχή πάνω στην μετά-9/11 Αμερική και τον War on Terror.
Έμενε η τρίτη: Η κουλτούρα της παρακολούθησης.
Ο Σνόουντεν αρχικά δεν είχε απευθυνθεί στην Πόιτρας, αλλά στον ερευνητή δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνγουαλντ του Guardian. Όπως έγραψε στο βιβλίο του ο δημοσιογράφος, έφτασε πολύ κοντά στο να χάσει το θέμα του αιώνα.
Ο Σνόουντεν επικοινώνησε μαζί του στα τέλη του ‘12 μέσω μέιλ, υπό το ψευδώνυμο Cincinnatus. Ο Γκρίνγουαλντ γράφει πως επρόκειτο για αναφορά στον Lucius Quinctius Cincinnatus, έναν ρωμαίο αγρότη που στον 5ο π.Χ. αιώνα έγινε ηγεμόνας της Ρώμης για να την υπερασπιστεί απέναντι στις επιθέσεις. «Τον θυμόμαστε για αυτό που έκανε αφού κατατρόπωσε τους εχθρούς της Ρώμης», γράφει ο δημοσιογράφος στο βιβλίο του “No Place to Hide”: «Παρέδωσε άμεσα και εθελοντικά την πολιτική του δύναμη και επέστρεψε στην αγροτική ζωή. Έγινε σύμβολο της χρήσης της πολιτικής δύναμης υπέρ του κοινού συμφέροντος και της αξίας του περιορισμού της ατομικής δύναμης υπέρ του κοινού καλού».
Ο Σνόουντεν έβλεπε έτσι ακριβώς τον εαυτό του, αναζητώντας δίοδο για να αποκαλύψει τα τρομακτικά ντοκουμέντα του πάνω σε μια παγκόσμια κλίμακα παρακολούθησης πολιτών και ηγετών από την NSA. Στις αρχικές του επικοινωνίες με τον Γκρίνγουολντ ζητούσε από τον δημοσιογράφο να εγκαταστήσει ένα σύστημα απόκρυψης για το μέιλ του, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν να συνομιλούν. Ο Γκρίνγουολντ για καιρό δεν έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί, εξηγώντας την παράξενη λούπα στην οποία είχε εμπλακεί: «Εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να μου πει τίποτα συγκεκριμένο για όσα είχε στην κατοχή του, ή ακόμα και ποιος είναι ή πού δουλεύει, αν δεν εγκαθιστούσα κρυπτογράφηση. Αλλά χωρίς το δέλαρ συγκεκριμένων στοιχείων, δεν ήταν προτεραιότητα για μένα να απαντήσω στο αίτημά του και να πάρω το χρόνο για να εγκαταστήσω το πρόγραμμα κρυπτογράφησης».
«Τόσο κοντά έφτασα στο να αγνοήσω μια από τις μεγαλύτερες και μεγαλύτερων συνεπειών διαρροή πληροφορίας εθνικής ασφάλειας στην ιστορία των ΗΠΑ», παραδέχεται.
Όσο ο Γκρίνγουολντ ανέβαλε την τοποθέτηση κρυπτογραφίας, ο Σνόουντεν αναζήτησε άλλη δίοδο. Και απευθύνθηκε σε μια σκηνοθέτη, της το οποίας το έργο ήδη θαύμαζε. Έτσι, υπό το ψευδώνυμο Citizenfour, ο Σνόουντεν ήρθε τον Ιανουάριο του ‘13 σε επικοινωνία με την Λόρα Πόιτρας.
Η σκηνοθέτης ήδη από το 2006 φαινόταν να αποτελεί στόχο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, σταματώντας την διαρκώς (τουλάχιστον 40 φορές ως το 2012) σε ελέγχους σε αεροδρόμια δίχως λόγο, ή κατάσχοντας εξοπλισμό της. Η Πόιτρας είχε ξεκινήσει δουλειά στο φιλμ που η ίδια έβλεπε ως ολοκλήρωση της τριλογίας της για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αναζητώντας και μιλώντας με ανθρώπους ειδικούς πάνω στην παρακολούθηση, από τον Ασάντζ μέχρι, ναι, τον Γκρίνγουολντ.
Τον Ιανουάριο του ‘13 ο Σνόουντεν την προσέγγισε ανώνυμα, αλλάζοντας έτσι και πάλι την μορφή του επικείμενου έργου της, αλλά και ανοίγοντας μπροστά της μια δυσθεώρητου εύρους αποκάλυψη. Σαν τον Cincinnatus αιώνες νωρίτερα, ο Σνόουντεν επανέλαβε και στην επικοινωνία του με τη σκηνοθέτη πως σκόπευε να θυσιάσει τον εαυτό του για το κοινό καλό.
Έτσι οδηγούμαστε στο κεντρικό τελικά μέρος του φιλμ, το οποίο διαδραματίζεται στο Χονγκ Κονγκ, μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου καθώς 4 άτομα βρίσκονται σε μια κατάσταση ασφυξίας και κλιμακούμενης παράνοιας την ώρα που οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν φαίνονται να αλλάζουν ακόμα και την ίδια την υφή του γνώριμού τους κόσμου. Ξαφνικά, η κάμερα ενός λάπτοπ, η χρήση ενός Wi-Fi, ακόμα κι ένας συναγερμός από τον όροφο του ξενοδοχείου, μοιάζουν απειλές προερχόμενες από κάποιο θρίλερ.
Η Πόιτρας, μαζί με τον Γκρίνγουολντ πλέον (που ο Σνόουντεν της ζήτησε να συμπεριλάβει στο κόλπο), ταξιδεύουν εκεί τον Ιούνιο του ίδιου έτους, με στόχο να μάθουν όλη την αλήθεια από τον Σνόουντεν, αλλά αυτό που τους περιμένει είναι πέρα από κάθε τους προσδοκία. Κάτι που αποτυπώνεται πλήρως στο φιλμ που παίρνει την χροιά ενός συνωμοσιολογικού θρίλερ με την παράνοια να χτυπά κόκκινο και τον κεντρικό ήρωα, Έντουαρντ Σνόουντεν, να εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στον φόβο και την σιγουριά, και το ίδιο το φιλμ να παίζει με τις λέξεις και τις εικόνες σε μια επικίνδυνη ισορροπία: Την απόπειρα να μεταδοθεί η πληροφορία σε όλο της το εύρος, αλλά χωρίς ποτέ να απειλεί να εκθέσει τις υπόλοιπες πηγές της.
Η Πόιτρας διατηρεί μέσα από όλη τη διαδικασία, την αγνότητα του σινεματικού της στυλ. Ποτέ δεν επιχειρεί να γίνει η ηρωίδα του φιλμ της, εστιάζοντας στην vérité κλειστοφοβία του κομματιού- ακόμα κι όταν τα όρια ανάμεσα στο σινεμά και στη δημοσιογραφική αποκάλυψη μοιάζουν να θολώνουν. Καθόλη τη διάρκεια αυτών 8 ημερών στο Χονγκ Κονγκ, ο Γκρίνγουολντ δημοσιεύει ρεπορτάζ στον Guardian, ενώ η Πόιτρας σκηνοθετεί ένα σύντομο βιντεάκι στο οποίο ο Σνόουντεν απαντά ερωτήσεις του δημοσιογράφου και το οποίο ποστάρεται στο σάιτ του Guardian.
Η ενορχήστρωση εκ μέρους του Σνόουντεν μοιάζει συναρπαστική: Έχουμε εκπαιδευτεί ως κοινό να θεωρούμε το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ μια έκφραση αντικειμενικής, ρεπορταζιακής αλήθειας κάτι που φυσικά δεν ισχύει, μιας και ακόμα κι η ίδια η πορεία των έργων της Πόιτρας αν μη τι άλλο υπογραμμίζει τους τρόπους με τους οποίους η αλήθεια εξαρτάται εν πολλοίς από την πλευρά που κοιτάζεις. Εδώ, ο Σνόουντεν φέρνει μαζί σινεμά και δημοσιογραφία διαλέγοντας ο ίδιος τους ανθρώπους που θα πουν την κρίσιμη δική του αλήθεια.
Και σε αυτή την κόψη του ξυραφιού, στο όριο σινεμά και αλήθειας, στο στόχαστρο ενός πανταχού παρόντος κυκλώματος παρακολούθησης, η Πόιτρας πετυχαίνει τελικά ένα φιλμ-επίτευγμα. Δίνοντας διαστάσεις υπαρξιακής αγωνίας για την ίδια την εφαρμογή της δημοκρατίας στην τεχνολογική εποχή, παραδίδει ένα ντοκιμαντέρ σε συσκευασία θρίλερ συνωμοσίας ή αλλιώς τον «Μεγάλο Αδερφό» ως κομμάτι δημοσιογραφικής έρευνας.
Και, όσο κι αν η διαδρομή δε θα μπορούσε ποτέ τελικά να προβλεφθεί, να καταφέρει να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε από την αρχή της καριέρας της να δημιουργεί. Ένα ντοκουμέντο για το τι σημαίνει, τελικά, Αμερική στις αρχές του 21ου αιώνα.
H ταινία Citizenfour είναι διαθέσιμη online στο Cinobo