1976. Καυτό καλοκαίρι. Στην οικογενειακή φάρμα, ο 13χρονος Γκυς νιώθει πως ο καύσωνας δεν επηρεάζει μόνο τα ζώα και τα χωράφια, αλλά και τη συμπεριφορά των μεγάλων γύρω του. Στις διακοπές, ο Γκυς θα δει το τέλος της παραδοσιακής φάρμας του πατέρα του και την έκρηξη του οικογενειακού πυρήνα. Μέσα σε λίγους μήνες, θα αφήσει οριστικά πίσω του την αθωότητα των παιδικών του χρόνων.
Η Ντελφίν Λερισέ μιλά για την ταινία της που έχει μια σχεδόν σαρκική προσέγγιση απέναντι στην αγροτική ζωή, σε μια κρίσιμη στιγμή που αυτή έχανε την ανθρωπιά της στον αγώνα για το κέρδος: «Με αυτή την ταινία ήταν η ιδέα να επιστρέψω στα βασικά. Στη Γη. Το να είσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη ζωή και τον θάνατο. Δεν ήθελα να κάνω άλλη μια ταινία με συζητήσεις σε καναπέδες και καφετέριες. Θέλησα να μας φέρω πρόσωπο με πρόσωπο με ανθρώπους που χάνουν τα πάντα, ανθρώπους που μαγειρεύουν, που καλλιεργούν τη γη. Δεν προέρχομαι από τέτοιου είδους υπόβαθρο και δεν ήθελα να προδώσω αυτόν το συγκεκριμένο τύπο ομορφιάς. Ήταν υπέροχο που βρέθηκε ένα σενάριο το οποίο εξερευνά εκείνη τη χρονική στιγμή στα 70s, όταν οι άνθρωποι ξεκίνησαν τον λιγότερο ανθρώπινο και λιγότερο ευγενή τρόπο ζωής: βγάζουμε χρήματα και αγοράζουμε χιλιάδες κοτόπουλα, ποιος νοιάζεται για το πώς τους συμπεριφερόμαστε; Γι’ αυτό και η ταινία έχει μια κλασική αίσθηση. Τα γυρίσματα στη φύση σε κάνουν να δεις τα πράγματα αλλιώς».
Ποιος είναι όμως ο ήρωας της ταινίας; «Ο Γκυς είναι ένας νεαρός άνδρας που βρίσκεται σε μια συναρπαστική ηλικία. Ακόμα παιδί, αλλά με το ένα πόδι στην εφηβεία. Στον ενάμιση μήνα του καλοκαιριού, μεγαλώνει πολύ γρήγορα. Είναι περισσότερο ονειροπόλος παρά αγρότης. Δεν είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του, αλλά η μοίρα τον αναγκάζει να συμμορφωθεί και ο θυμός που προκύπτει, σταδιακά συσσωρεύεται μέσα του.