Στο αναμνησιακό του αφήγημα, ο Χου Χσιάο-χσιέν μεταφέρεται στο μέλλον, κινηματογραφώντας εικόνες του τότε παρόντος σαν να ανήκουν σε μια περασμένη εποχή. Με οπτικές αναφορές στον Γουόνγκ Καρ γουάι, χρονογραφεί γλυκόπικρα έναν κόσμο που στην όψη μοιάζει στάσιμος, μα κινείται ανεξέλεγκτα γρήγορα.
Τα dancefloors πάλλονται. Η techno μουσική υπόκρουση μας βάζει στον ρυθμό ενός κόσμου στο μεταίχμιο. (Για τον σχεδιασμό ήχου της, η ταινία βραβεύτηκε εξάλλου στο φεστιβάλ Καννών το 2001.) Τα νέον φώτα από τα αμέτρητα νυχτερινά κλαμπ της πόλης σηματοδοτούν ένα φως μέσα από το σκοτάδι – έναν ολόκληρο αθέατο κόσμο που γράφει τη δική του ιστορία, που ρέει κι αυτός προς το μέλλον με διαφορετικούς κανόνες, εκεί όπου αυτά που μοιάζουν αθέατα μπορεί τελικά να έρχονται πιο εύκολα στην επιφάνεια.
Ένα έργο υπνωτιστικό, σαν ερωτικό όνειρο ή σαν ιδρωμένο όραμα. Μια σαγηνευτική βουτιά στη νυχτερινή ζωή της Ταϊπέι από έναν τους εικαστικά πιο επιβλητικούς δημιουργούς του σύγχρονου σινεμά, και παράλληλα θεμελιωτή του άκρως επιδραστικού νέου κύματος του ταϊβανέζικου σινεμά των ‘80s.
Ένα παρεξηγημένο αριστούργημα από τον Χου Χσιάο-χσιέν («Η Σιωπηλή Δολοφόνος»), που ίσως να ήταν πάντα μοιραίο το να αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις όσο τα χρόνια κι οι δεκαετίες περνάνε – είναι εξάλλου σαν μια ανάμνηση από το μέλλον, ένα φιλμ που ρέει παρά κινείται, μια σπουδή πάνω στη μνήμη, την αλλαγή, το πάθος, και την διαρκή κίνηση στην αυγή της χιλιετίας.