Γήρας, νεότητα, σεξ, θάνατος: Ο διαχρονικός τρόμος του «Χ»
Σε αυτή την ταινία τρόμου, ο μετρ Τάι Γουέστ δεν κρατήθηκε: Τα πέταξε όλα στο μπλέντερ. Και το αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες του είδους τα τελευταία χρόνια.
Το 1979, μία παρέα νεαρών αποφασίζει να γυρίσει μία χαμηλού προϋπολογισμού ταινία πορνό στην ύπαιθρο του Τέξας, αλλά όταν οι απομονωμένοι γηραιότεροι οικοδεσπότες τους ανακαλύπτουν τα σχέδια της παρέας, τα μέλη του καστ καταλήγουν να παλεύουν για τη ζωή τους.
Μέσα από την παραπάνω αβανταδόρικη συνθήκη, ο Τάι Γουέστ συνθέτει μια ωδή στο ανεξάρτητο σινεμά όλων των ειδών –από ενήλικες ταινίες μέχρι τα φτηνά slasher μέχρι το auteur σινεμά των ‘70s– και ταυτόχρονα την εξερεύνηση μιας εποχής γεμάτης αλλαγές. Ήδη από το καλτ πια «House of the Devil», ξέραμε ότι ο Γουέστ είναι λάτρης του σινεμά τρόμου και ειδήμων στην ανασύσταση του ύφους και του κλίματος ενός σινεμά χαμένου πια. Το οποίο όμως ξέρει πώς να σπάει στα επιμέρους κομμάτια του, ανατρέποντας αλλά και απολαμβάνοντας όλες τις συμβάσεις του είδους.
Πώς δημιούργησε όμως την μεγαλύτερή του επιτυχία μέχρι σήμερα, το Χ, με πρωταγωνίστριες τις φοβερές Μία Γκοθ (του «Suspiria» αλλά και του πρίκουελ «Pearl») και Τζένα Ορτέγκα (του «Wednesday» και του «Scream»);
Ο τρόμος στο τότε και στο τώρα
«Όταν βλέπω ταινίες από τη δεκαετία του 1970, είναι προφανές ότι τις έκαναν άνθρωποι που αγαπούσαν το σινεμά, κι αυτό μου λείπει σήμερα», λέει ο Τάι Γουέστ. «Ένα από τα βασικά μου κίνητρα για να κάνω το “X” προέκυψε από την ανάγκη μου να κάνω κάτι ταπεινό και να δω αν μπορώ να το πλάσω ως κάτι υψηλών προδιαγραφών. Να πάρω μία παραδοσιακή exploitation ταινία με σεξ και βία και να την εκτελέσω με περισσότερο στοχασμό».
Ο Τάι Γουέστ έχτισε την καριέρα του με μία σειρά από χαμηλού μπάτζετ ταινίες τρόμου που αναφέρονται στα ‘70s και τα ‘80s, συμπεριλαμβανομένου του καλτ «The House of the Devil» που τον καθιέρωσε ως σημαντικό όνομα του είδους. Στο «Χ» συνδυάζει την αγάπη του τόσο για το σινεμά των δημιουργών του ‘70, όσο και για τις exploitation ταινίες χαμηλών μπάτζετ και μεγάλης διάθεσης, που άνθισαν εκείνη την περίοδο.
Πώς συνδυάζονται αυτές οι δύο τάσεις; Στο «X», 6 φιλόδοξοι νεαροί ξεκινάνε να βρουν ένα απομονωμένο ράντσο για να γυρίσουν το αριστούργημα τους με τίτλο «The Farmer's Daughter», μια ταινία με την οποία στοχεύουν να φέρουν επανάσταση στη βιομηχανία του πορνό. Ο νεαρός σκηνοθέτης που πρωταγωνιστεί είναι εξάλλου μελετητής του Γκοντάρ(!) και θέλει να εφαρμόσει τις αξίες του ελεύθερου κινηματογραφικού πνεύματος, σε μια ταινία χαμηλού μπάτζετ. Υπάρχει σοβαρότητα εκεί, και πάθος, και στόχος για κάτι αγνό.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας-μες-στην-ταινία θα είναι η Μαξίν (Μία Γκοθ), μια φιλόδοξη νεαρή από το Τέξας που πιστεύει πως έχει μεγάλη καριέρα μπροστά της. Στην περιφέρεια όμως των γυρισμάτων συναντάμε τους οικοδεσπότες των δημιουργών της ταινίας: τον ηλικιωμένο και στρυφνό Χάουαρντ (Στίβεν Γιούρι), έναν βετεράνο του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και την ηδονοβλεψία σύζυγο του Περλ (Μία Γκοθ, ξανά!) σε έναν απρόσμενο δεύτερο ρόλο, που την κάνει αγνώριστη χάρη στο μακιγιάζ και στα προσθετικά. Η Περλ αποκτά εμμονή με τη Μαξίν, όταν βρίσκει ομοιότητες ανάμεσα τους, με αφορμή μία σκηνή της πορνό ταινίας.
«Δεν υπάρχει τίποτα το υπερφυσικό σε σχέση με τον Χάουαρντ και την Περλ», εξηγεί ο Γουέστ. «Κινηματογραφικά τους χειριζόμαστε λίγο σαν να είναι τέρατα σε μία ταινία με τέρατα, αλλά οι κακοί στην ιστορία είναι απλώς άνθρωποι». Αν δεν είναι όμως αληθινά τέρατα, και δεν υπάρχει τίποτα το υπερφυσικό, τότε από πού προκύπτει αυτή η ανατριχιαστική αίσθηση του ανοίκειου που περιβάλλει την ταινία (και τα γυρίσματα της ταινίας-μες-στην-ταινία);
Η Μία Γκοθ σε έναν επικό διπλό ρόλο
Οι ταινίες slasher έχουν συχνά αρχέτυπα, αλλά με το «X» ο Τάι Γουέστ θέλησε να δώσει μία όσο γίνεται πιο ανθρώπινη διάσταση στους χαρακτήρες. «Οι περισσότερες ταινίες μου επικεντρώνονται γύρω από χαρακτήρες που δεν ανήκουν πραγματικά στο είδος του τρόμου, αλλά βρίσκονται ξαφνικά σε μία ταινία τρόμου», λέει ο ίδιος. «Όσο πιο οικείοι και απτοί είναι οι χαρακτήρες, τόσο λιγότερο το κοινό θα περιμένει να πεθάνουν. Έτσι, η ταινία προηγείται του κοινού και επιτρέπει στο σασπένς να λειτουργήσει. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι δουν την ταινία για τους πολλούς σκοτωμούς, ήθελα να εξασφαλίσω ότι όλοι οι χαρακτήρες θα τους λείψουν, όταν φύγουν».
Ο Γουέστ επικεντρώνει το «X» γύρω από την εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στη Μαξίν και την Περλ, τις δύο γυναίκες που υποδύεται η ίδια ηθοποιός, τις δύο γυναίκες που θέλουν αυτό που δεν έχουν και είναι διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν, μία δυναμική που γίνεται πιο έντονη όσο εκτυλίσσεται η πλοκή.
Η Μαξίν συναντά την Περλ για πρώτη φορά στο γρασίδι που χωρίζει το αγροτόσπιτο του ζευγαριού με το σπιτάκι όπου οι επισκέπτες κάνουν το γύρισμα. Εκεί, θα βρεθεί απέναντι σε μια μοναχική, μετανιωμένη και με έντονες σεξουαλικές ορμές ηλικιωμένη γυναίκα που λαχταρά τη δόξα, αυτή που μοιάζει να περιμένει τη Μαξίν στο εγγύς μέλλον. Χρόνια μετά την ακμή της, η πρώην χορεύτρια Περλ δεν απέκτησε αυτό που ήθελε και περιφέρεται στη φάρμα για δεκαετίες με τον τώρα πια ανίκανο άντρα της.
«Τα γηρατειά είναι αναπόφευκτα απογοητευτικά, η κοινωνία ασχολείται κυρίως με τους νέους», λέει ο Γουέστ. Στη μέση της ταινίας, σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα, η Μπόμπι-Λιν τραγουδάει την μπαλάντα Landslide των Fleetwood Mac, έναν ύμνο στον πόνο του γήρατος. «Το τραγούδι εκφράζει τη μελαγχολία των γηρατειών», αναλύει ο Γουέστ. «Ήταν το τέλειο τραγούδι για τη σεκάνς με το split-screen, αντιπαραθέτοντας τις δύο γραμμές της αφήγησης, τους νέους με τους ηλικιωμένους, γιατί είναι η στιγμή που η ταινία αλλάζει ταχύτητα».
Η Γκοθ υποδύεται και την Περλ, μία γερασμένη γυναίκα που είναι μετανιωμένη για τα ανεκπλήρωτα όνειρα της και που ακόμα έχει σεξουαλικό πόθο παρά την εξασθενημένη της φυσική κατάσταση. «Η Περλ ενσαρκώνει τους φόβους της Μαξίν», εξηγεί η Γκοθ. «Ένα από τα βασικά στοιχεία της Περλ είναι ότι η Μαξίν και η Περλ δεν είναι η ίδια γυναίκα, αλλά είναι ο ίδιος χαρακτήρας. Είναι εντελώς διαφορετικές οντότητες σε σχέση με τις εμπειρίες, τις επιλογές, το θάρρος τους ή την έλλειψη του».
«Η Μία ήταν ατρόμητη απέναντι στους δύο ρόλους. Δεν φοβήθηκε να εκτεθεί και να είναι ευάλωτη. Ήξερα από την πρώτη συζήτηση μας ότι μπορούσε να υποδυθεί και τους δύο ρόλους, γιατί είχε μία εγγενή σχέση με τη Μαξίν και την Περλ», συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Ταυτίστηκε με το πάθος που πηγάζει από το να κυνηγάς το όνειρο σου, αλλά και τον φόβο και τη λύπη της αποτυχίας».
Το παρελθόν της Περλ και ο τρόπος που την έχει διαμορφώσει είναι κάτι που ο Γουέστ και η Γκοθ εξερεύνησαν εκτενώς και που παίζει τον ρόλο του πυρήνα του ευρύτερου κόσμου του «X» και των χαρακτήρων του. Τόσο πολύ μάλιστα, που τελικά από το φιλμ –και από το δίπολο αυτό– γεννήθηκαν δύο ακόμα ταινίες, συμπληρώνοντας μια απρόσμενη και αντισυμβατικής δομής τριλογία τρόμου, με τον Γκοθ στο επίκεντρο. Πρώτα, το πρίκουελ «Pearl» ταξιδεύει στο παρελθόν και στη νεότητα της Περλ με μια ερμηνεία-αποθέωση από την Μία Γκοθ. Και, στη συνέχεια, ακολουθώντας την Μαξίν εκεί που τα όνειρα εκπληρώνονται – ή ίσως εκεί που πάνε για να πεθάνουν; Οι απαντήσεις, στο μέλλον, θα έρθουν με το «MaXXXine». Ως τότε, το «Χ» είναι, υπό μία έννοια, ένα σύμπαν από μόνο του.
H σειρά «X» είναι διαθέσιμη στο Cinobo