«Οδηγός καλοκαιρινής επιβίωσης»: ένα road trip κατανόησης των ανθρώπων με ψυχικές δυσκολίες
Με αφορμή την ταινία «Οδηγός Καλοκαιρινής Επιβίωσης», η ψυχολόγος Μαρία Πρένγκα μάς γράφει τις σκέψεις της σχετικά με τους ήρωες -νοσηλευτές και νοσηλευόμενους, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, και την απαραίτητη διαδρομή προς την κατανόηση και τη βελτίωση, που «αν ήταν ταξίδι, θα ήταν road trip».
«Πρέπει να την κατανοήσουμε», τονίζει o ψυχίατρος Ντιμάουσκας στην ψυχολόγο Ίντρε αναφερόμενος στη Γιούστε, μία εκ των νοσηλευόμενων της ψυχιατρικής κλινικής, με την οποία ξεκινά η ταινία «Οδηγός Καλοκαιρινής Επιβίωσης» της Μαρία Καβταράτζε. Μια ταινία στην οποία συναντάμε ανθρώπους που νοσηλεύονται εξαιτίας των ψυχικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, μα έχουν να μας πουν πολύ περισσότερα εκτός από αυτό.
Ο Ντιμάουσκας, εργαζόμενος στην παραπάνω κλινική και με μεγάλη εμπειρία, είναι ο θεράπων ψυχίατρος του Πάουλιους και της Γιούστε. Ο πρώτος έχει διάγνωση διπολικής διαταραχής και αυτή την περίοδο βρίσκεται σε μεταβολή επεισοδίου, όπως μας εξηγεί ο γιατρός του, ενώ η νεαρή κοπέλα νοσηλεύεται κατόπιν απόπειρας αυτοκτονίας. Στην κλινική φτάνει η ψυχολόγος Ίντρε με σκοπό να μελετήσει ένα μηχάνημα βιοανάδρασης για την έρευνά της και είναι εκείνη που υποχρεώνει ο Ντιμάουσκας να οδηγήσει με όχημα του νοσοκομείου τα δύο παραπάνω πρόσωπα σε μία άλλη υπηρεσία ψυχικής υγείας.
Για τον επίμονο Ντιμάουσκας αποτελούν προτεραιότητα οι ανάγκες των ανθρώπων απέναντί του. Εντυπωσιάζει όταν, σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, παίζει τάβλι με τον Πάουλιους, αφιερώνοντάς του τη γνήσια παρουσία του και προστατεύοντας τον κοινό τους χρόνο από παρεμβάσεις άλλων. Δείχνοντας να ενδιαφέρεται πρώτα για τη γνώμη των ανθρώπων που εξυπηρετεί είτε αυτές αφορούν την κατάλληλη στιγμή για το εξιτήριό τους είτε τις ανεπιθύμητες ενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής προσεγγίζει με ειλικρίνεια και ισότιμα τόσο τη Γιούστε όσο και τον Πάουλιους ζητώντας τη συνεργασία τους για την ανάρρωσή τους. Συμμαχεί μαζί τους και υπερασπίζεται τους θεραπευτικούς χειρισμούς του, αν χρειαστεί.
Αφού προβληματίσει τη νεοαφιχθείσα Ίντρε για το νόημα των διαγνώσεων, αλλά και για την αξία της φροντίδας που χρειάζονται οι λήπτες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, την υποχρεώνει να κάνει το πολυσυζητημένο ταξίδι. Αλλά εκείνη δεν θέλει: ήρθε στην κλινική για την έρευνά της και είναι εκείνη που έχει σημασία τώρα για την ίδια, για λόγους που θα μας αποκαλύψει στη συνέχεια, όταν νιώσει έτοιμη. Χωρίς να έχει άλλη επιλογή πέρα από το να συμφωνήσει τελικά, ξεκινά το roadtrip προς την Πάλανγκα μαζί με τη νοσηλεύτρια, Ντανγκόλε, τον Πάουλιους και τη Γιούστε.
Αυτό το ταξίδι φέρνει στο προσκήνιο τη συνύπαρξη ανθρώπων: επαγγελματιών, ληπτών των υπηρεσιών, με διαγνώσεις ή μη. Κι είναι αυτή η συνύπαρξη που μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τους ανθρώπους εκτός νοσοκομειακού πλαισίου. Αν δεν παρακολουθούσαμε αυτό το ταξίδι, θα γνωρίζαμε μόνο τον Πάουλιους, που ήθελε να τρέξει όλο τον κόσμο και δε μιλούσε. Κατά τη διαδρομή, όμως, μαθαίνουμε κι άλλες πλευρές του: ότι επικοινωνεί με τις συνεπιβάτιδές του, ότι ρωτά με ευθύτητα τη Γιούστε για την εμπειρία της απόπειρας αυτοκτονίας, ότι φλερτάρει, γελά, σατιρίζει, τραγουδά. Μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιες ανάγκες του καλύπτονται σε μία τέτοια φάση ζωής, αλλά και κατά πόσο όλα αυτά είναι απόρροια ενός επεισοδίου ή όχι, πώς ήταν πριν, πώς θα ’ναι μετά. Ερωτήματα που ταλανίζουν και τον ίδιο, ο οποίος σε όλη την ταινία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο γιατί, την ανησυχία για το πότε τελειώνει η ψυχική οδύνη, το τι σημαίνει εκείνη για τον ίδιο και την ταυτότητά του, αλλά και την ελπίδα πως τόσο εκείνος όσο και η Γιούστε θα γίνουν καλά, θα περάσει όλο αυτό και «θα τραγουδήσουν ξανά». Δεν παύουμε να αναρωτιόμαστε τι σκέφτεται για εκείνον η Γιούστε, η οποία δίπλα του, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, τον δοκιμάζει, τον ακούει, συνδέεται μαζί του, μα αναζητά την ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, πιο σιωπηλό.
Γνωρίζουμε πρόσωπα που ταξιδεύουν μαζί, κάνουν στάσεις και μοιράζονται τσίχλες, τσιγάρα, ανησυχίες και γέλια και που, πιθανόν, να έχουν περισσότερα κοινά από όσα φαντάζονται. Ίσως ανάμεσα σε αυτά που θέλει να μας αφήσει η ταινία είναι η υπενθύμιση πως οι άνθρωποι ακόμα κι όταν αντιμετωπίζουν ψυχικές δυσκολίες είναι πολύ περισσότερα πέρα από αυτές, και ίσως χρειάζονται να φλερτάρουν, να απολαύσουν τη θάλασσα και να φοβηθούν. Να φοβηθούν για το αν τελικά θα βρουν την ασφάλεια στο νου τους από το θόρυβο του κόσμου, να φοβηθούν για τις επιπτώσεις της φαρμακευτικής αγωγής, να φοβηθούν για τις ετικέτες που τους αποδίδει η κοινωνία.
Είναι αλήθεια πως η ταινία αγγίζει συνεχώς το ζήτημα του στίγματος. Διάφοροι άνθρωποι προκαλούν -χωρίς να το αντιλαμβάνονται- τους ήρωες, όταν αναφέρονται στο «τρελάδικο» και τις κλινικές που τους «κυνηγούν» και άραγε τι νόημα να έχουν για εκείνους όλες αυτές οι λέξεις; Διότι έχει σημασία πώς στέκεται το περιβάλλον, η οικογένεια, ο τυχαίος, το δίκτυο, η κοινότητα απέναντί τους: ορισμένοι, εξομολογείται κάποια στιγμή ο Πάουλιους, ίσως έπαψαν να αντέχουν τη χρονιότητα των δικών του δυσκολιών, ενώ σε άλλες στιγμές βλέπουμε την προσπάθεια και άλλων οικείων να καταλάβουν, να βρουν τον κατάλληλο τρόπο να υποστηρίξουν. Άλλες φορές, όπως ο μηχανικός του συνεργείου, ζητούν βοήθεια, μια γνώμη, μια συμβουλή και κάπου θυμούνται πόσο απαραίτητο είναι να εκφράζουν την αγάπη τους στους ανθρώπους τους -ειδικά εάν εκείνοι ταλαιπωρούνται ψυχικά. Η ταινία μάς θυμίζει πως οι ψυχικές δυσκολίες είναι πιο συχνές από όσο νομίζουμε, δεν φαίνονται πάντα, δεν ομιλούνται συχνά.
Η ιστορία αυτή δεν αφήνει από έξω τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Θίγει τους δικούς τους φόβους και προκαταλήψεις, τις συμφωνίες και τις διαφωνίες, τα όρια στην αυτοαποκάλυψη, την αλήθεια πως δεν έχουν απαντήσεις για τα πάντα, αλλά και την επίδραση που έχουν οι δικές τους ζωές στην εργασία τους. Είναι ενδιαφέρον πως παρά την αρχική της άρνηση η ψυχολόγος Ίντρε τελικά συνδέεται, αποδομεί μάλλον τις αρχικές τις προκαταλήψεις, φροντίζει τα τραύματα των συνεπιβατών της κυριολεκτικά και μεταφορικά, πονά από την απώλεια.
Μοιράσματα, απρόβλεπτα, αστεία και διαρκείς υπενθυμίσεις πως οι άνθρωποι, με ψυχικές δυσκολίες ή μη, έχουν ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία. Κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας και κυρίως μετά από αυτή χρειάζονται ανθρώπους, επαγγελματίες, δίκτυα και σχέσεις με πρόσωπα που είναι εκεί για εκείνους. Κάποιες φορές χρειάζεται να αντέξουν, κάποιες να σωπάσουν κι άλλες να δώσουν κουράγιο. Η βελτίωση, η επιδείνωση, η γνωριμία και η κατανόηση είναι διαδικασία που χρωματίζεται από τη μοναδικότητα του καθενός και των ανθρώπων που τον πλαισιώνουν, μια διαδρομή, που αν ήταν ταξίδι, θα ήταν road trip.
Μαρία Πρένγκα
Ψυχολόγος
MSc Κοινωνικής Ψυχιατρικής
Εκπ. Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
H ταινία Οδηγός Καλοκαιρινής Επιβίωσης είναι διαθέσιμη online στο Cinobo