«Παρί»: Το εκρηκτικό φιλμ του Σιαμάκ Ετεμάντι, σε μία φλεγόμενη Αθήνα
Aναζήτηση, αμφισβήτηση και επαναπροσδιορισμός σε μια μετωπική σύγκρουση με την πατρογονική πολιτιστική κληρονομιά, τα προσφυγικά αδιέξοδα και την καταπίεση μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Αυτός ο πύρινος στίχος του Ιρανού ποιητή και μύστη του 13ου αιώνα ακούγεται παραπάνω από μια φορά στο Παρί, το εμπρηστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του συμπατριώτη του Ρουμί, αλλά κάτοικου Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, Σιαμάκ Ετεμάντι κι επαναλαμβάνεται ως μάντρα στην αναζήτηση που μετατρέπεται σε ταξίδι αυτογνωσίας της κεντρικής ηρωίδας, το όνομα της οποίας δίνει στην ταινία τον τίτλο της.
Η φωτιά διαδραματίζει, άλλωστε, κεντρικό ρόλο στην ταινία, τόσο ως σύμβολο, όσο και ως μοτίβο, κυριολεκτικό και μεταφορικό, σε μια πόλη που φλέγεται. Αυτή η πόλη είναι η Αθήνα, μακριά από τον τουριστικό εαυτό της, αλλά πιο κοντά στον πραγματικό, έτσι όπως σπάνια κινηματογραφείται και αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη. Σ’ αυτή την πόλη έρχεται η Παρί από το Ιράν μαζί με τον άντρα της για να επισκεφτούν τον Μπαμπάκ, το γιο τους, που σπουδάζει με υποτροφία στο Πολυτεχνείο.
Όμως αυτός δεν εμφανίζεται στο αεροδρόμιο να τους υποδεχτεί. Δεν είναι ούτε στο σπίτι που νοικιάζει, το οποίο έχει εγκαταλείψει εδώ και μήνες με κομμένο ηλεκτρικό και απλήρωτα κοινόχρηστα, όπως ενημερώνουν οι καχύποπτοι γείτονες. Το μόνο που υπάρχει εκεί είναι ένα αχούρι, περίεργα συνθήματα στους τοίχους, αναρχικά σύμβολα και το ποίημα του Ρουμί που γίνεται ο πρώτος οιωνός για την Παρί.
Γιατί από την επόμενη μέρα αρχίζει να αποκαλύπτεται σιγά σιγά η αλήθεια. Ή έστω ένα μέρος της. Στη γραμματεία του πανεπιστημίου οι γονείς πληροφορούνται ότι ο Μπαμπάκ δεν πάτησε ποτέ το πόδι του κι ότι έχει διαγραφεί. Στο προξενείο οι συμπατριώτες τούς ενημερώνουν δηκτικά ότι πολλοί νέοι φεύγουν από τη χώρα και διαφθείρονται από τη δύση, αλλά θα κάνουν ό,τι μπορούν. Οι μέρες περνούν άκαρπες, ο άντρας της θέλει να φύγουν, η Παρί συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αναλάβει μόνη της δράση.
Αν ο γιος της έχει γίνει φωτιά, πρέπει να γίνει φωτιά κι η ίδια. Κι ας καεί, σε μια πόλη που έχει πάρει φωτιά κι αυτή.
Αξιοποιώντας στο έπακρο την ανθρωπογεωγραφία και το αστικό τοπίο του κέντρου των Αθηνών, ο Ετεμάντι παρουσιάζει μια πόλη στις φλόγες, έξοχα καδραρισμένη από τον Κλούντιο Μπολίβαρ, η οποία θα μετατραπεί δεξιοτεχνικά στο πεδίο της αναζήτησης, της αμφισβήτησης και του επαναπροσδιορισμού της Παρί, σε μια μετωπική σύγκρουση με την πατρογονική πολιτιστική της κληρονομιά, τα προσφυγικά αδιέξοδα, την καταπίεση μιας ολόκληρης κουλτούρας από την οποία θέλει να χειραφετηθεί.
Ο Ιρανός σκηνοθέτης αποδεικνύεται άξιος επίγονος και συνεχιστής της πλούσιας κινηματογραφικής παράδοσης της χώρας καταγωγής του, όχι μόνο γιατί καταφέρνει με ελάχιστα μέσα και με τη σοφή χρήση των συμβολισμών και την ιμπρεσσιονιστική του προσέγγιση να ξεδιπλώσει την οδύσσεια της κεντρικής του ηρωίδας, αλλά κυρίως γιατί πετυχαίνει να δημιουργήσει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κλειστοφοβικής και αποπνικτικής δυστοπίας.
Καθοριστική, ωστόσο, στην ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος είναι η παρουσία της Μαλίκα Φορουτάν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια πρωτεϊκή και πολυεπίπεδη ερμηνεία, που εναλλάσσει διαρκώς ταχύτητα και δυναμική, μεταβαίνοντας από την υποταγή και την εσωτερίκευση στην αυτανάφλεξη και στην έκρηξη, ενώ εξίσου επιτυχημένοι είναι και οι Έλληνες ηθοποιοί που αναλαμβάνουν ρόλους αγγελιοφόρου ή από μηχανής θεού στην πορεία και την αναζήτηση της Παρί, είτε είναι αναρχικοί φοιτητές, είτε άστεγοι στα πάρκα, είτε πόρνες στο λιμάνι του Πειραιά.
Κι αν το όνομα Παρί στα περσικά προέρχεται από τη συνονόματη μυθική οντότητα που στην ιρανική παράδοση έχει τα χαρακτηριστικά της νεράιδας, το ταξίδι της κεντρικής ηρωίδας της ταινίας του Ετεμάντι δεν έχει τίποτα το παραμυθένιο, συνεχίζεται ωστόσο, με την ίδια αναγεννημένη και κυρίαρχη πλέον στο δικό της αφήγημα.
Κι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση.
Η ταινία «Παρί» είναι διαθέσιμη στο Cinobo