Ο πρωτοεμφανιζόμενος Σιπέι Γουέν αναμειγνύει την αισθητική του neon νουάρ του Ντιάο Γινάν με τον φαταλιστικό ρομαντισμό του Γουονγκ Καρ Γουάι και τη μεταφυσική αύρα του Κριστόφ Κισλόφκσι για να παραδώσει ένα από τα πιο εντυπωσιακά σκηνοθετικά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περσινό Φεστιβάλ Καννών.
Ο κινέζος σεναριογράφος και σκηνοθέτης μιλά για τους γονείς του που ουσιαστικά ευθύνονται για τη δημιουργία αυτής της ταινίας: “Ο πατέρας μου έκλεβε αμάξια στα 90s. Ήταν μικροκακοποιός. Πίστευε πως οι καιροί ευνοούσαν τους “τολμηρούς”, ανθρώπους σαν αυτόν που δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Όταν ήμουν παιδί υπήρχαν περίοδοι που έπρεπε να “εξαφανιστεί” για μερικές εβδομάδες, να κρυφτεί από τους τοκογλύφους, αφήνοντας τη μητέρα μου κι εμένα να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά δεν αμφέβαλα ποτέ ότι είχε καλή καρδιά. Ήταν ο πιο περίπλοκος αλλά και ο πιο αγαπημένος μου εγκληματίας.
Η μητέρα μου είχε επίσης παράξενα ένστικτα επιβίωσης. Όταν ήμουν 10 χρονών, μια ομάδα γκάνγκστερ μας χτύπησαν την πόρτα και απείλησαν να κάψουν το σπίτι. Θυμάμαι τον φόβο μου να μετατρέπεται σε θυμό, αλλά η μαμά μου παρέμεινε ψύχραιμη, τους πρόσφερε τσάι και μίλησε μαζί τους για ώρα. Είχα εντυπωσιαστεί. Αυτή η απρόσμενη προσέγγισή της έσπειρε τους σπόρους για αυτή την ταινία. Και ακούγοντας τους γκάνγκστερ, ένιωσα μια πολυπλοκότητα που μου είχε διαφύγει νωρίτερα.”
Η ταινία του εξάλλου τον έκανε να εξηγήσει τη συμπάθειά του για τους “κακούς”. “Στην πραγματικότητα γεννιόμαστε όλοι με “αντιηρωικά” χαρακτηριστικά. Και ο ήρωας στην ταινία μου ζει σε μια γκρίζα ζώνη, όπου η ηθική και η λογική είναι αμφισβητίσιμες. Οι άνθρωποι έχουν όρια, είναι ατελείς, και καμιά φορά κάνουν παράλογα πράγματα. Με γοητεύουν τα κρυμμένα ένστικτα πίσω από αυτές τις πράξεις, γιατί αντανακλούν τον αληθινό, βαθύτερο εαυτό μας.”
…και μοιράζεται το νόημα της ταινίας για τον ίδιο, που είναι τα εξής ερωτήματα: “Λαμβάνοντας υπόψη το παρελθόν μας, μπορούμε να συγχωρέσουμε τους εαυτούς μας; Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν αν θέλουμε να ζήσουμε το παρόν. Όταν οι αναμνήσεις έχουν γίνει για εμάς ένα είδος τιμωρίας, πώς μπορούμε να λυτρωθούμε;”