Ίρμα Βεπ: Από το τέλος ως την αρχή ενός κινηματογραφικού αιώνα
Το Ίρμα Βεπ είναι μια ύπουλα ιδιοφυής ταινία, αναστοχαστικά προφητική και διαχρονικά επίκαιρη. Μα πάνω απ’ όλα, και κυρίως, είναι απολαυστική. Ένα δώρο για όποιον αγαπά το σινεμά.
Μπορείς να γυρίσεις κάτι φαινομενικά τόσο μικρό που να μοιάζει impromptu και χειροποίητο, αλλά μέσα του να ενσωματώνει και αποδομεί έναν αιώνα της κινηματογραφικής ιστορίας της χώρας σου (η οποία, παρεμπιπτόντως, γέννησε το σινεμά); Μπορείς να αναμοχλεύεις διαρκώς τα είδη με ένα θράσος και μια ευκολία που παραπλανούν ως προς το τι τελικά έχεις καταφέρει μέσα σε 96 μόλις λεπτά; Μπορείς να τερματίσεις τον μεταμοντερνισμό και τη διακειμενικότητα στο τέλος του αιώνα που γεννήθηκαν, βασισμένος σε μια μυθική, αλλά σε πολλούς ξακουστή μόνο από τον τίτλο, ταινία των αρχών του; Για τον Ολιβιέ Ασαγιάς, τον πιο αταξινόμητο και απρόβλεπτο σκηνοθέτη των τελευταίων δεκαετιών (ίσως και ποτέ), η απάντηση είναι φυσικά ναι. Και ακούει στο όνομα Ίρμα Βεπ.
Το 1996, λίγο πριν εκπνεύσουν η χιλιετία και ο αιώνας στον οποίο το σινεμά έγινε η κυρίαρχη μορφή κουλτούρας και διασκέδασης, πάντοτε σχιζοφρενικά στο μεταίχμιο του εμπορικού προϊόντος και του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, ο Γάλλος σκηνοθέτης αποπειράθηκε να μιλήσει για παρελθόν και το μέλλον του κινηματογράφου με μια ταινία-μέσα-στην-ταινία, για τις περιπέτειες των γυρισμάτων ενός τηλεοπτικού remake του εμβληματικού «Les Vampires», μιας βωβής ταινίας σε δέκα συνέχειες από το μακρινό 1915, που έφτασε στη συνολική διάρκεια των εφτα ωρών, με πρωταγωνίστρια της επίσης θρυλική Musidora ως αρχηγό μιας διαβόητης συμμορίας κακοποιών του Παρισιού με το όνομα του τίτλου.
Στο ρόλο του ξεπεσμένου σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ που αναλαμβάνει το project ως έναν έσχατο δημιουργικό ρόγχο, ο Ασαγιάς επιστράτευσε μια ιστορική μορφή του κινήματος, τον Ζαν Πιερ Λεό, ενώ τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ηθοποιού που θα ενσάρκωνε την Ίρμα Βεπ (αναγραμματισμός φυσικά του Vampire) τον έδωσε όχι σε μια Γαλλίδα ηθοποιό, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά στην μέχρι τότε σούπερ σταρ των action movies του Χονγκ Κονγκ, Μάγκι Τσέουνγκ, η οποία υποδύεται …τον εαυτό της. Τα γυρίσματα αυτού του άσκοπου (:) remake βρίσκουν τους πάντες σε πανικό και το χάος δεν θα αργήσει να ενσκήψει, καθώς γρήγορα θα αναδειχθούν οι πολιτισμικές διαφορές, οι νευρώσεις, οι αμφιβολίες και η εντροπική φύση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας που απαιτεί τον συντονισμό πολλών αντίρροπων δυνάμεων και τη συνεργασία μιας ομάδας ανθρώπων με τόσο κοινές, αλλά και τόσο διαφορετικές ανασφάλειες.
Η αυτοπεποίθηση με την οποία ο Ασαγιάς ενορχηστρώνει όχι μόνο τις πολλαπλές αναφορές και το πολυπρόσωπο καστ, αλλά και τα επίπεδα ανάγνωσης ανάμεσα στην ταινία, την «ταινία» και την πραγματική ζωή παραμένει ακόμα και σήμερα εντυπωσιακή, ενδεικτική ενός δημιουργού που δεν σταμάτησε ποτέ, ακόμα μέχρι και σήμερα, να παίζει με τους σημειολογικούς κώδικες της τέχνης που υπηρετεί, να προκαλεί τις mainstream προκαταλήψεις και τους arthouse περιορισμούς και να δημιουργεί ένα υβριδικό τελικό σινεμά, που προκαλεί ταυτόχρονα ενθουσιασμό και αμηχανία.
Παίζοντας με το φετιχισμό της εικόνας και αναδεικνύοντας στο έπακρο το υπέροχο πρόσωπο και την αιλουροειδή κορμοστασιά της υπέρλαμπρης θεότητας και μούσας του Γούνκ Καρ-βάι, Μάγκι Τσέουνγκ, με μία λάτεξ μαύρη στολή που έκτοτε έχει περάσει ανεπιστρεπτί στη συλλογική σινεφίλ …φαντασίωση, ο σκηνοθέτης βάζει την ηθοποιό να παίξει τον εαυτό της με μια νατουραλιστική άνεση που υπονομεύει διαρκώς τα όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα και αναπαράσταση, άνθρωπο και ρόλο, για να την απογειώσει τελικά σε μυθικά επίπεδα εφάμιλλα εκείνης που εξ αρχής κλήθηκε να επανεφεύρει.
Κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Με μια παιγνιώδη διάθεση να ανατάμει τη βαρύγδουπη κινηματογραφική κληρονομιά της χώρας του και να στηλιτεύσει το αβέβαιο τότε (αλλά και τώρα) επόμενο βήμα ανάμεσα στο σινεμά του auteur και τις οικονομικές ανάγκες επιβίωσης και ανταγωνισμού με το Hollywood, η ταινία σατιρίζει το ένδοξο παρελθόν, απώτατο (η ίδια η ταινία του Φειγιάντ από το 1915, που προφανώς για κανένα λόγο δεν μπορεί να εκμοντερνιστεί), αλλά και πιο σύγχρονο (ο πρώην σκηνοθέτης της νουβέλ βαγκ που παθαίνει νευρική κρίση, το guerilla πολιτικό σινεμά του Μάη του 68 που έχει εκπέσει πλέον σε μουσειακής αξίας αφοριστικά τσιτάτα), με αποκορύφωμα τη σκηνή της συνέντευξης της Μάγκι Τσέουνγκ σε έναν εθισμένο με τα blockbuster δημοσιογράφο, όπου ο τελευταίος απαξιώνει όλο εκείνο το σινεμά των διανοούμενων που «γίνεται αποκλειστικά για τους φίλους τους».
Κι όσο ο θεατής, η κάμερα και ο σκηνοθέτης ερωτεύονται το πρόσωπο της Τσέουνγκ (ο Ασαγιάς την παντρεύτηκε λίγο καιρό μετά, γιατί δεν υπάρχει τέλος στο meta), ένα ολόκληρο συνεργείο μέσα στην ταινία ζει τις δικές του μικρές ή μεγάλες στιγμές, με μια αφοπλιστική και καλοδουλεμένη απλότητα, που ουδόλως μαρτυρά ότι τα γυρίσματα κράτησαν τρεις μόλις εβδομάδες, πολλές φορές κάτω από συνθήκες αυτοσχεδιασμού, με τον Ασαγιάς να αφουγκράζεται οργανικά τους ανθρώπους πίσω από τους ηθοποιούς που υποδύονται ανθρώπους. Ή ηθοποιούς.
Ξεπερνώντας μαεστρικά τα (ψευτο)διλήμματα ανάμεσα σε υψηλή τέχνη και λαϊκό θέαμα, το Ίρμα Βεπ είναι μια ύπουλα ιδιοφυής ταινία, αναστοχαστικά προφητική και διαχρονικά επίκαιρη. Μα πάνω απ’ όλα, και κυρίως, είναι απολαυστική. Ένα δώρο για όποιον αγαπά το σινεμά.
H ταινία Ίρμα Βεπ είναι διαθέσιμη online στο Cinobo
0 Comments
Related Journal posts
Journal
Here is where we note down everything worth sharing about the cinema of Cinobo, and beyond. Find all you need to know about Premieres, Collections, and Coming Soon, stay tuned with film news on weekly Frames, go behind the scenes with Extras, and explore even more in Misc.