«Μετά τον Γιανγκ»: Πώς δημιουργήθηκε το πιο φιλοσοφημένο και λυρικό sci-fi των τελευταίων χρόνων
Μια υπαρξιακή διαδρομή σε ένα από τα καλύτερα δείγματα επιστημονικής φαντασίας.
Όταν ο Γιανγκ, το αγαπημένο «πολιτιστικό ανδροειδές» που συντροφεύει την κόρη του Τζέικ (Κόλιν Φάρελ) παθαίνει σοβαρή βλάβη, ο ανήσυχος πατέρας αναζητεί τρόπο να τον επισκευάσει. Στην πορεία, ανακαλύπτει ότι η ζωή τον προσπερνά και αναζητά να συνδεθεί ουσιαστικά με τη σύζυγο του (Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ) και την κόρη του.
To «Μετά τον Γιανγκ», η δεύτερη ταινία του Κογκονάντα μετά το μελαγχολικό «Columbus» (έναν θρίαμβο κινηματογραφικής αρχιτεκτονικής) ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας που δεν φοβάται να θίξει τα μεγαλύτερα υπαρξιακά ερωτήματα. Είναι μία ιστορία για ρομπότ, τεχνητή νοημοσύνη και κλωνοποίηση, με όλα τα στοιχεία να εξελίσσονται σε ένα μέλλον που έχει σημαδευτεί από την περιβαλλοντική ύβρη.
Στην καρδιά της νέας ταινίας εδρεύει ο ουμανισμός του «Columbus» εναρμονισμένος με τις κυριολεκτικές και συναισθηματικές αποστάσεις, με τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και τα εσωτερικά πεδία της μνήμης, του χρόνου και της ταυτότητας. «Το αλλόκοτο στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας ήταν μία πρόκληση για εμένα, γιατί αποκαλύπτει απίστευτες αλήθειες που ξεπερνάνε το παρόν», λέει ο σκηνοθέτης. «Προτιμώ αλήθειες που εδρεύουν στην κανονικότητα. Κι αυτό μου άρεσε στο διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν».
Από τη σελίδα, στους κινηματογραφικούς χώρους
Το διήγημα «Saying Goodbye to Yang» διαθέτει οικείες και ριζοσπαστικές ιδέες που χαρακτηρίζουν τα καλύτερα δείγματα της επιστημονικής φαντασίας. Μία προοδευτική αμερικανική οικογένεια έχει υιοθετήσει ένα κοριτσάκι από την Κίνα. Ένα πρωί, ανακαλύπτουν ότι το ανδροειδές που έχουν αγοράσει, που λειτουργεί σαν μεγαλύτερος αδελφός με το όνομα Γιανγκ και προορίζεται για να της μεταδώσει την ασιατική κουλτούρα, έχει χαλάσει. Μπορεί να επισκευαστεί χωρίς να αναστατωθεί η κόρη τους;
«Αγάπησα την καθημερινή φύση αυτής της ιστορίας», λέει ο Κογκονάντα. «Είναι γειωμένη. Πώς θα ήταν αν τα ανδροειδή ήταν εξίσου κοινά με τα τηλέφωνα μας ή με τους ίδιους τους ανθρώπους; Αν η αλήθεια αυτού του φουτουριστικού κόσμου είναι εξίσου κανονική με τις μνήμες που όλοι κουβαλάμε στις συσκευές μας ή στο μυαλό μας; Τι θα συνέβαινε αν ο Γιανγκ αποκάλυπτε αυτό που τελικά ίσχυε από πάντα: ότι είμαστε όλοι συνεχείς καταγραφές της αγάπης, της απώλειας, της ζωής και του ίδιου του χρόνου; Είμαστε όλοι Γιανγκ. Αυτό που ξεκινάει σαν το ενοχλητικό καθήκον του να επιδιορθωθεί μία συσκευή εξελίσσεται σταδιακά σε κάτι υπαρξιακό».
Σταδιακά, το κυρίαρχο ερώτημα του «τι συνέβη στον Γιάνγκ» (έτσι κι αλλιώς από τη φύση του βαθύτατα υπαρξιακό, μιας και στον Γιανγκ συνέβη το πιο φυσικό κι ανθρώπινο πράγμα όλων: ο θάνατος) δίνει τη θέση του σε μια αναζήτηση με καθόλου επείγοντα χαρακτήρα για τον Τζέικ, δηλαδή τον πατέρα που υποδύεται με τεράστια ανθρωπιά και μελαγχολία ο Κόλιν Φάρελ. Μέσω του Γιανγκ, ανα-βιώνει την ίδια του τη ζωή κοιτάζοντάς την απέξω. Κάθε στιγμή ξαφνικά αποκτά νέες διαστάσεις, νέες πτυχές. Κάνοντας unzip αρχεία αναμνήσεων, ο Τζέικ είναι σα να κάνει unzip στον ίδιο του τον βιωματικό κόσμο, γεμίζοντας το τεράστιο κενό στην καρδιά του φιλμ και του χώρου του (κινηματογραφικού και μη).
Αφού επισκέφθηκε το Ντιτρόιτ (όπου διαδραματίζεται η ιστορία στο διήγημα) σκεπτόμενος να κάνει την ταινία εκεί, ο Κογκονάντα αποφάσισε να μη δεσμευτεί με έναν συγκεκριμένο τόπο. «Άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία μέσα από την οπτική των εσωτερικών χώρων, έχτισα τον κόσμο από μέσα προς τα έξω», λέει ο δημιουργός. «Στην αρχή, σκέφτηκα ότι θα βλέπαμε τον έξω κόσμο μόνο μέσα από αντανακλάσεις ή το πλαίσιο μιας πόρτας ή ένα παράθυρο. Τελικά, συμπεριλάβαμε εξωτερικά πλάνα, αλλά η ταινία είναι τοποθετημένη κυρίως σε εσωτερικούς χώρους».
Αυτή τη οικεία αίσθηση του εσωτερικού δεν ντύθηκε με την κλασική φουτουριστική στόφα της συμβατικής επιστημονικής φαντασίας. «Δεν έχουμε οθόνες και μόνιτορ παντού», εξηγεί. «Ήθελα η τεχνολογία να είναι αόρατη. Χωρίς καλώδια, χωρίς διακόπτες. Ήθελα το μέλλον να είναι οργανικό, πιο πολύ ξύλο παρά μέταλλο, ένα μέλλον ταπεινωμένο από την κλιματική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί». Ή, αλλιώς, εξηγεί πως «δεν είμαστε στο Ντιτρόιτ ούτε στο Σικάγο γιατί όλες οι πόλεις ή έχουν εγκαταλειφθεί είτε έχουν αλλάξει εντελώς μετά την καταστροφή».
Η αποστομωτική χωροταξία, οι λείες επιφάνειες ενός αποστειρωμένου μέλλοντος, τα άδεια δωμάτια, η νεκρή διακόσμηση, οριοθετούν ένα ευρύτερο υπαρξιακό και κοινωνικό κενό. Στο κέντρο του, ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς αληθινή σύνδεση με μία κάποια κουλτούρα, οι δε γονείς βρίσκονται σε απόσταση, σαν απλοί θεατές των ίδιων των ζωών τους. Σε αυτό το μέλλον των χρήσιμων ανδροειδών, οι πολιτικές προεκτάσεις είναι αυτές που κανείς θα περίμενε: Πολύς κόσμος μισεί τους κατασκευασμένους «ανθρώπους», τους κλώνους, την ιδέα της πολιτιστικής ενσωμάτωσης, ο ρατσισμός και η συνωμοσιολογία είναι ξανά εκεί– όμως τα πάντα, όλα, βρίσκονται στα περιθώρια. Της ιστορίας, των κάδρων, των διαλόγων. Πρέπει απλά να εστιάσεις λίγο το βλέμμα σου για να τα διακρίνεις.
Μουσική, σινεμά και μνήμη
Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται μερικές δεκαετίες στο μέλλον, λαμβάνει χώρα κυρίως μέσα στο σπίτι της οικογένειας: γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, σε ημιφωτισμένες κρεβατοκάμαρες και διαδρόμους. Το σπίτι έπρεπε να είναι ξεχωριστό, ένα σπίτι που συμβαδίζει με την κλιματική κρίση και κινείται στο ύφος του διακριτικού φουτουρισμού. «Δεν είναι μία κλασική ταινία επιστημονικής φαντασίας με ταξίδια στο διάστημα», λέει ο Κόλιν Φάρελ. «Είναι ριζωμένη σε έναν κόσμο που, παρόλο που δεν κατονομάζεται, είναι αναγνωρίσιμος σε όλους, γιατί δεν διαφέρει πολύ από τον σημερινό. Βρίσκεται στο χείλος ενός κατακλυσμού, έτσι ο κόσμος έχει επιστρέψει σε ένα υβρίδιο αστικού και αγροτικού. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να καλλιεργούν τις δικές τους σοδειές στις ταράτσες».
«Μιλήσαμε αρκετά για τη σχέση ανάμεσα στα συναισθήματα, τους ανθρώπους και τον χώρο», λέει ο διευθυντής φωτογραφίας Μπέντζαμιν Λόουμπ («Mandy»), ο οποίος μοιράζεται με τον Κογκονάντα την αγάπη για τα μεσαία και τα γενικά πλάνα όπως αυτά του Όζου. «Έχω βρεθεί συχνά σε καταστάσεις που ο σκηνοθέτης ζητά ένα κοντινό σε πρόσωπο όταν η στιγμή είναι συναισθηματική», λέει ο Λόουμπ. «Αντιθέτως, αυτό μπορεί να χαλάσει τη σκηνή με πολλούς τρόπους. Η γλώσσα του σώματος, η κενότητα, το χάος, αυτά πυροδότησαν τις συζητήσεις μου με τον Κογκονάντα».
Η ταινία είναι πλούσια σε κινηματογραφικές αναφορές. Είναι μια ταινία που συνομιλεί με άλλες ταινίες, αλλά και με την ιδέα του τι σημαίνει να υπάρχεις σε αυτόν τον κόσμο. Ο Κογκονάντα έτσι κι αλλιώς έγινε πρώτα γνωστός ως video essayist, έχοντας δημιουργήσει ονλάιν βίντεο αναλύσεις για το έργο σκηνοθετών, από τον Γουές Άντερσον ως τον Γκοντάρ.
Μια από τις πιο συγκινητικές και προσωπικές αναφορές έρχεται με ένα τραγούδι που κρατά κεντρικό ρόλο στο φιλμ, το τραγούδι που λέει η νεαρή Μίκα στον πατέρα της και το οποίο της έχει μάθει ο Γιανγκ. Πρόκειται για το Glide, από την καλτ ιαπωνική ταινία «All About Lily Chou-Chou». Ο Κογκονάντα εξηγεί πως ήθελε να αναστήσει αυτό το τραγούδι επισημαίνοντας παράλληλα τη σύνδεσή του με εκείνο το φιλμ: «Η ταινία έχει να κάνει με έναν Ασιάτη έφηβο που είναι θύμα εκφοβισμού. Βρίσκει καταφύγιο σε αυτή την τραγουδίστρια που είναι σχεδόν μυθική. Παθαίνει εμμονή μαζί της. Αυτό το τραγούδι με είχε στοιχειώσει για πολύ, πολύ καιρό», εξηγεί.
Τελικά με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, είτε μέσα από χώρους, είτε μέσα από αναφορές, είτε εξερευνώντας χώρους και συναισθήματα, τα πάντα επιστρέφουν στη σχέση μας με τη μνήμη. «Με ενδιέφερε η διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη μνήμη και τις ψηφιακές καταγραφές», λέει ο Κογκονάντα. «Στην ταινία, έχουμε δύο κύριους τρόπους που αναβιώνουμε το παρελθόν: μέσα από τις αντικειμενικές καταγραφές του Γιανγκ και μέσα από τις υποκειμενικές αναμνήσεις του Τζέικ και της Κίρα. Θυμάμαι μία συγκεκριμένη στιγμή που αποφάσισα να σταματήσω να καταγράφω τις σχολικές παραστάσεις των γιων μου και τις άφησα να μπουν στη ροή της μνήμης μου. Ο φόβος ήταν ότι θα ξέχναγα και δεν θα είχα ξανά την εμπειρία αυτής της στιγμής όπως εμφανιζόταν στον φακό του κινητού μου», ομολογεί.
«Αλλά για μένα, υπάρχει κάτι αξιαγάπητο στον τρόπο που η μνήμη αλλάζει ένα γεγονός καθώς περνάει ο καιρός».
Η ταινία «Μετά τον Γιανγκ» είναι διαθέσιμη online στο Cinobo
0 Comments
Related Journal posts
Journal
Here is where we note down everything worth sharing about the cinema of Cinobo, and beyond. Find all you need to know about Premieres, Collections, and Coming Soon, stay tuned with film news on weekly Frames, go behind the scenes with Extras, and explore even more in Misc.