Άλλωστε φαίνεται και από το πρώτο μέρος του φιλμ, που διαδραματίζεται στο σήμερα, όπου η δύστροπη πλέον Αουρόρα που ποτέ μάλλον δε ξεπέρασε τον νεανικό της έρωτα, φέρεται ρατσιστικά απέναντι στην αφρικανή οικιακή βοηθό της. Οι δυο τους είναι πρόσωπα επηρεασμένα από την αποικιοκρατία, αφού ταξίδεψαν μακριά από τον τόπο τους για μια νέα ζωή που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Και αυτές παρατηρεί η Πιλάρ, η βασική ηρωίδα του πρώτου μέρους, του «Χαμένου Παραδείσου», και ένα μοναχικό πρόσωπο μιας Ευρώπης που χάνεται, αυτής της ευγένειας, της αλληλεγγύης, της υπομονής.
Το πέρασμα στο δεύτερο μέρος, τον «Παράδεισο», είναι αυτό που απογειώνει την ταινία. Ο Γκόμεζ καταφέρνει να κρατήσει μια αξιοζήλευτη ισορροπία ανάμεσα στα στυλιζαρισμένα κάδρα, το χιούμορ, την αθωότητα που ξεχειλίζει από τις τοποθεσίες ή την μουσική, την μαγευτική σαν παραμύθι αφήγηση και τους συμβολισμούς τού. Γεμίζει τα πλάνα του με αναφορές (αισθητικές ή λεκτικές) που παραπέμπουν στην κινηματογραφική ιστορία, παίζει με τα βλέμματα του ζευγαριού που συχνά κοιτούν εκτός κάδρου και αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί ως ένα κλασικό κινηματογραφικό ρομάντζο, αφηγούμενο με φράσεις που θα μείνουν για καιρό στο μυαλό των θεατών.
Το κυριότερο όμως είναι πως όλα αυτά δένουν αρμονικά μετά το φινάλε – οι δυο ιστορίες και οι λεπτομέρειες τους. Αυτό το ιδιότροπο μείγμα κοινωνικοπολιτικών σχολίων, εκλεκτικής σινεφιλίας και νοσταλγίας μοιάζει τόσο πλήρες και μεστό στο σύνολό του μετά τη θέαση, αλλά είναι και συνάμα μια από τις ομορφότερες ταινίες που είδαν τα μάτια στον 21ο αιώνα.