Δεν χρειάζονταν οι δύο συνεχόμενοι Χρυσοί Φοίνικες (και κατά συνέχεια το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας) για το σύγχρονο Ασιατικό σινεμά ώστε να καταλάβουμε ότι κάτι εκπληκτικό συμβαίνει. Στην πραγματικότητα μιλάμε για διαφορετικές εθνικές κινηματογραφίες που ποτέ όμως δεν έπαψαν να προσφέρουν καθηλωτικό, μοντέρνο, αντισυμβατικό σινεμά με βάθος αναφορών που ξεκινούν από εύστροφη παρατήρηση της σύγχρονης κοινωνίας και φτάνουν μέχρι τα βάθη της αρχαίας τραγωδίας.
Αδύνατο να στριμώξεις κάτω από μια ταμπέλα αισθητικής, επιρροών ή ευαισθησιών, αν κάτι στην πραγματικότητα ενοποιεί το Ασιατικό σινεμά είναι η απόστασή του από εμάς. Το πώς πάντα κατείχε μια πιο εξωτερική θέση στο ευρωπαϊκής συνήθειας και αγγλόφωνης δίαιτας μενού μας, το πώς πέρα από κάποια σποραδικά -αν και τεράστια- χιτ έμοιαζε περιορισμένου εύρους, το πώς ακόμα και στα μεγάλα Φεστιβάλ έπαιζε συνήθως ρόλο εξωτερικού παρατηρητή. (Στις Κάννες, για να γυρίσουμε πίσω, σε 70+ χρόνια, Ιαπωνία, Νότιος Κορέα, Κίνα, Χονγκ Κονγκ και Ταϊλάνδη έχουν κερδίσει συνδυαστικά 8 Χρυσούς Φοίνικες, οι 2 εξ αυτών στις ισάριθμες τελευταίες διοργανώσεις.)
Κι όμως κατά το πέρασμα αυτής της πρώτης 20ετίας του 21ου αιώνα παρατηρούμε με ενθουσιασμό καθώς όλο και περισσότερο οι νέοι μεγάλοι Ασιάτες auteurs δημιουργούν σινεμά παγκόσμιας απήχησης σε ένα όλο και πιο προετοιμασμένο κοινό. Από τις τεράστιες επιτυχίες του Παρκ Τσαν-γουκ μέχρι cult διαμάντια σαν το «Εξπρές των Ζωντανών Νεκρών» («Train to Busan») και από την υπαρξιακή ποίηση του «Burning» («Το Παιχνίδι με τη Φωτιά») μέχρι το σινεμά του Μπονγκ Τζουν-χο που αρνείται να καταταχθεί σε είδη, η Νότια Κορέα βλέπει σήμερα μεγάλους δημιουργούς σε μεγάλο αποκορύφωμα καριέρας.