Σε αυτόν τον έκδηλο συμβολισμό, ο αρχετυπικός “άντρας” του Κινίαρ ενδύεται όλες εκείνες τις μορφές εξουσίας από τις οποίες η Χάρπερ προσπαθεί να δραπετεύσει. Είναι ο συγκαταβατικός ιερέας, ο σιχαμερός stalker, ο αναξιόπιστος αστυνομικός, ο ύποπτα καλοπροαίρετος ιδιοκτήτης του σπιτιού. Η Χάρπερ είναι μια Εύα σε έναν κήπο γεμάτο Αδάμ που την ενοχοποιούν για τη θεία τιμωρία και τότε η, μάλλον προφανής αλληγορία του Γκάρλαντ, παίρνει διττή διάσταση. Είναι η συστημική υπεροχή που κάνει όλους τους άνδρες ίδιους αλλά την ίδια στιγμή, είναι και το τραύμα της Χάρπερ που την κάνει να βλέπει μόνο ένα πρόσωπο στους άνδρες του χωριού.
Και κάπου εδώ τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Τα αρχαία τοτέμ των δυαδικών έμφυλων ταυτοτήτων ρίχνουν βαριές τις σκιές τους στην αφήγηση του Γκάρλαντ που γίνεται όλο και πιο αλλοπρόσαλλη όσο περνάει η ώρα. Είναι οντολογικό το ζήτημα, μας λέει, καθώς η μυστηριώδης παγανιστική φιγούρα του Πράσινου Άνδρα, ενός χωμάτινου προσώπου από το στόμα του οποίου ξεχειλίζουν κλαδιά και φύλλα και συμβολίζει την ανδρική φύση και αναγέννηση, κάνει όλο και πιο συχνά την εμφάνισή της, όσο ο σκηνοθέτης στοχάζεται πάνω στην προέλευση της “μάχης των φύλων” στην ανθρώπινη Ιστορία.
Φτάνουμε στο φινάλε, όπου σε ένα κρεσέντο ξέφρενης αποκρυφιστικής εικονογραφίας η ταινία δοκιμάζει τα όρια του θεατή αλλά και του ίδιου του διανοητικού πυρήνα της με μια σοκαριστική κρονενμπεργκική σεκάνς που, ευτυχώς, δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντάει. Θα ήταν άλλωστε αλαζονικό να επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις έχοντας περάσει τόσο χρόνο να διερωτάται αν και κατά πόσο η γυναικεία καταπίεση είναι δομικά εγγεγραμμένη στον δυτικό πολιτισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η πατριαρχία γεννά πατριαρχία. Μπορεί να είναι και πρόχειρος ένας τέτοιος αφορισμός. Κι αν το Men μοιάζει καμιά φορά άνισο και ανερμάτιστο, δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες για το σινεμά του Άλεξ Γκάρλαντ.