Και, φυσικά, οι δυο τους θα σπεύσουν στο σημείο του ραντεβού τους, όπου, όπως η σκληρή τους μοίρα όρισε γι αυτούς, θα αδυνατούν να αναγνωρίσουν ο ένας την άλλη. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται στην οθόνη φωτισμένη ζεστά και μελαγχολικά σαν ένα σύγχρονο παραμύθι με ανεκπλήρωτους έρωτες και κακά μάγια. Η πόλη του Κουτάισι, η αρχαία πρωτεύουσα της Γεωργίας, είναι ένα μέρος μαγικό όσο και γνώριμο, το μυθικό βασίλειο του παραμυθιού όπου οι άνθρωποι περπατούν μαγεμένοι, προσπαθώντας μάταια να ορίσουν τη μοίρα τους. Μια πόλη που η κάμερα αγκαλιάζει με αγάπη, παρατηρώντας στοργικά τις λεπτομέρειες της καθημερινής της ρουτίνας, τις μικρές στιγμές της, που εύκολα αγνοούμε όταν περπατάμε βιαστικά στους δρόμους, στις οποίες όμως ο Κομπερίτζε ανακαλύπτει τη μαγεία και τον ρομαντισμό.
Την ώρα που το ζευγάρι μας αναζητά τρόπους για να ξαναβρεθεί, στην πόλη τριγυρνά ένα κινηματογραφικό συνεργείο, σαν περιπλανώμενος θίασος, που αναζητά αγαπημένα ζευγάρια για ένα ντοκιμαντέρ. Το σινεμά εμφανίζεται σε αυτό το μικρό, αυτοαναφορικό στιγμιότυπο σαν deus ex machina ή σαν νεραϊδονονά ίσως για να δώσει λύσεις ή ίσως για να απαντήσει στην ερώτηση του τίτλου. Μπορεί όταν κοιτάμε τον ουρανό να βλέπουμε ταινίες σαν κι αυτή εδώ, που στην μονοτονία της σύγχρονης ύπαρξης βρίσκουν καταραμένα ζευγάρια, ανέμους που μας ψιθυρίζουν λόγια στο αυτί, μαγεία στα ποδοσφαιρικά ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου κι αυτή τη χαμένη ελπίδα που καμιά φορά ξεχνάμε πως έχουμε ακόμα δικαίωμα να αναζητούμε.
Μάλλον εκεί βρίσκεται και η αναζωογονητική ζεστασιά του “Τι Βλέπουμε όταν Κοιτάμε τον Ουρανό”. Σε πείσμα της ποπ αισθητικοποίησης του νιχιλισμού που- κατανοητά- κατακλύζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία και ιδιαίτερα το σινεμά, η ταινία επιλέγει να πιστέψει σε κάτι μεγαλύτερο, να ελπίσει για κάτι καλύτερο. Γι αυτό και μας συγκινεί τόσο βαθιά η παράξενη ποιητικότητά της και η αλλόκοτη μαγεία της. “Η απελπισία είναι βαρετή” είπε σε συνέντευξή του ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε.