Αν ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ είχε μεγαλώσει βλέποντας μεξικανικές σαπουνόπερες, το αποτέλεσμα ίσως να ήταν μια ταινία σαν τον «Άγριο Τόπο». Ή αν ο Αντρέι Ζουλάφσκι μιλούσε ισπανικά και ζούσε σε μια βαθιά συντηρητική και ομοφοβική κοινωνία, που δεν δείχνει κανέναν σεβασμό στις γυναίκες (το Μεξικό είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικοκτονιών στον κόσμο άλλωστε), ίσως το «Possession» να είχε την ατμόσφαιρα της ταινίας του Αμάτ Εσκαλάντε.
Κι όμως, ο «Άγριος Τόπος» είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα συμπίλημα ετερόκλητων αναφορών, μεταφερμένων σε μια διαφορετική κουλτούρα. Και σίγουρα κάτι περισσότερο από ένα φεστιβαλικό wtf, προορισμένο αποκλειστικά για το niche κοινό που θα εξαντλήσει τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά ενός εγχειρήματος που σίγουρα θα διχάσει, όπως κάνει ήδη από την πρώτη προβολή του στο φεστιβάλ της Βενετίας του 2016, από το οποίο έφυγε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας.
Ο Μεξικανός σκηνοθέτης, ήδη γνωστός για την προκλητική ματιά του στην βαθιά και αδιέξοδη παθογένεια της χώρας του με ταινίες όπως το Heli (Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες το 2013) και το Sangre (ένα ντεμπούτο που αναμενόμενα δίχασε στο ίδιο φεστιβάλ το 2005), εμπλουτίζει σ’ αυτή (την τελευταία μέχρι σήμερα) ταινία του το όραμά του με μια γενναία δόση σωματικού horror και επιστημονικής φαντασίας και δίνει σε ένα βγαλμένο από telenovela οικογενειακό δράμα μια απόκοσμη και υπαινικτική ατμόσφαιρα υποδόριου τρόμου.
Κι o συνδυασμός αυτός είναι υπόκωφα εκρηκτικός, με τα είδη και τις πιθανές αναλύσεις να μπλέκονται μεταξύ τους και να οδηγούν σε μια μεθυστική όσμωση, η οποία ενδεχομένως αφήνει περισσότερα αναπάντητα ερωτήματα από αυτά με τα οποία ξεκίνησε, αλλά και μια σαρδόνια κωμική αίσθηση για όλα όσα συμβαίνουν, ένα παγωμένο χαμόγελο δυσπιστίας και αμηχανίας, μπροστά σε κάτι εξωφρενικό και ακραίο.
Γιατί το εξωγήινο χταπόδι που προσγειώνεται με έναν μετεωρίτη σε μια απόμερη αγροτική περιοχή του Μεξικό και βρίσκει καταφύγιο σε μια αγροικία ηλικιωμένων χίπηδων, όπου προσφέρει απλόχερα σεξουαλική ευχαρίστηση σε άντρες και γυναίκες, αλλά οδηγεί ταυτόχρονα σε μια σωματική εξάρτηση που καταλήγει αναπόφευκτα στη βία και στο θάνατο, είναι το αναγκαίο δραματουργικό εύρημα για να μιλήσει ο Εσκαλάντε για άλλη μια φορά για το βαθιά ριζωμένο μίσος στη χώρα του, όπως αυτό εκδηλώνεται κυρίως απέναντι στις γυναίκες και στους ομοφυλόφιλους.
Η νεαρή μητέρα που ζει με τα δύο παιδιά της εγκλωβισμένη σε έναν γάμο που δεν της προσφέρει καμία απόλαυση, ο σύζυγος πατέρας-αφέντης που ζει κι αυτός εγκλωβισμένος σε ένα macho πρότυπο στο οποίο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, ο gay αδερφός της γυναίκας που έχει μια τοξική σχέση με τον γαμπρό του, η βιτριολική πεθερά που ζει με τις επιταγές της κοινωνικής της θέσης, τα δύο παιδιά που ανατρέφονται με σεξιστικά και θρησκόληπτα πρότυπα, είναι όλοι δυνητικά στερεοτυπικές (και τηλεοπτικές) καρικατούρες, που όμως βρίσκουν στην επαφή με το «τέρας» το τέλος των ψευδαισθήσεων τους . Ενδεχομένως και της ζωής τους.
Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην λυτρωτική και τιμωρητική απελευθέρωση του ορμέμφυτου και η αναγωγή της σεξουαλικότητας σε εκείνον τον «Άγριο Τόπο», όπου δεν επιβιώνει απαραίτητα ο θεωρητικά ή κοινωνικά ισχυρότερος, καθιστούν την ταινία του Αμάτ Εσκαλάντε μία από τις πιο τολμηρές, φεστιβαλικές και μη, δημιουργίες της προηγούμενης δεκαετίας. Και σίγουρα μία από τις πιο απολαυστικές.