Σε αντιστοιχία με τις μυθολογίες άλλων πολιτισμών με τους οποίους δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή, οι Αζτέκοι αλλά και άλλοι αυτόχθονες λαοί που αναπτύχθηκαν στον χώρο που σήμερα ονομάζουμε Λατινική Αμερική, διηγούνταν ιστορίες τρόμου γεννημένες μέσα από το συναίσθημα της προδοσίας και την οργής που αυτή επιφέρει. Συγγενικές κάπως με αυτή της δικής μας μυθολογίας που ξεχώριζε την θέση ανθρώπων και θεών (η ύβρις και η τίση), οι ιστορίες αφορούσαν ανθρώπους μόνο, που διαιώνιζαν κατάρες εξαιτίας μιας πράξης που έγινε από ζήλια ή φθόνο και περνούσε από γενιά σε γενιά ως πνευματική απειλή.
Η ιστορία της Llorona, της γυναίκας που έκλαιγε και θρηνούσε δηλαδή τα παιδιά της, κατάφερε να παραμείνει ως και τις μέρες μας ως λαϊκή δοξασία της Λατινικής Αμερικής, πλαισιωμένη μέσα στους αιώνες με παραλλαγές που ταίριαζαν στην αιματοβαμμένη ιστορία της περιοχής. Ο μύθος αναφέρονταν συνήθως σε μια γυναίκα που μόλις βλέπει τον πλούσιο σύζυγό της στην αγκαλιά μιας άλλης, πνίγει τα δύο παιδιά της και αμέσως μετανιώνει για την πράξη της, θρηνεί γι’ αυτά και αυτοκτονεί, με το πνεύμα της να στοιχειώνει ανθρώπους που έχουν διαπράξει προδοσία. Οι παραλλαγές αφορούσαν από σχέσεις αυτοχθόνων με Ισπανούς κατακτητές ως μια άρρηκτη σύνδεση με το νερό, ένα ζωτικό στοιχείο της περιοχής που προειδοποιεί για την επιστροφή της κατάρας.
Το ταξίδι αυτού του μύθου μέσα στην πραγματική ιστορία συνέλαβε με εξαιρετική επιτυχία ο Χάιρο Μπουσταμάντε από τη Γουατεμάλα, παρουσιάζοντας σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετα τις «Δονήσεις», ένα φιλμ που τιμά τον μύθο αλλά δεν τον εκμεταλλεύεται. Η λεπτομέρεια αυτή είναι σημαντική, καθώς ο μύθος της Llorona έγινε γνωστός το 2019 πρώτα από ένα αμερικανικό horror, μέρος του σύμπαντος του «Conjuring», που κράτησε μόνο την επιφάνεια της ιστορίας και παρέδωσε ένα εκνευριστικό σύνολο από jump scares θεωρώντας πως το εύρημα από μόνο του ήταν αρκετό για να τρομάξει. Ο Μπουσταμάντε έφτιαξε μια ταινία χωρίς ούτε ένα jump scare φιλοδοξώντας να πάρει το ζουμί από την προέλευση του μύθου και να το ρίξει στην σύγχρονη ιστορία της χώρας του, πληγωμένη από εμφυλίους, πραξικοπήματα και μια γενοκτονία.
Στη σύγχρονη Γουατεμάλα λοιπόν, ένας πρώην στρατηγός και δικτάτορας της χώρας κατηγορείται πως έδινε εντολές για τον αφανισμό δεκάδων χιλιάδων γηγενών που ταυτίστηκαν με τους αντάρτες, εκδιώχθηκαν αρχικά από την (πολύτιμη οικονομικά) γη τους και θανατώθηκαν στη συνέχεια. Ο ίδιος, με κλονισμένη την υγεία, δεν αναγνωρίζει κάποιο λάθος στις πράξεις του και δεν κατανοεί τους λόγους που κατηγορείται. Η ενοχή του από το δικαστήριο της χώρας τον στέλνει στο σπίτι όπου αυτός, η σύζυγος, η κόρη και η εγγονή του ακούν καθημερινά δεκάδες κραυγές αγανάκτησης του πλήθους που ζητά δικαιοσύνη εδώ και τώρα. Την ίδια ώρα, βρύσες τρέχουν, κλάματα ακούγονται αργά τη νύχτα, εφιάλτες κυριεύουν τα μέλη του σπιτιού και μια νεαρή κοπέλα με άσπρο φόρεμα ξεγλιστρά από το πλήθος σαν πνεύμα και έρχεται να εργαστεί μέσα στο σπίτι.
Με αυτή τη βάση, ο Μπουσταμάντε ενώνει την πραγματικότητα με τον μύθο και προσπαθεί να το πετύχει μέσα από μια εντυπωσιακή δουλειά στο ηχητικό μοντάζ. Οι δίκαιες κραυγές των θυμάτων της γενοκτονίας ταυτίζονται με αυτές του ασαφούς πνεύματος, δημιουργώντας μια κοινή, φυσική και μεταφυσική, απειλή προς τον θύτη που μπορεί να μην βασανίζεται από τα όσα φωνάζουν οι θνητοί, τρέμει όμως στην υποψία της παρουσίας μιας θεϊκής κατάρας αποδεχόμενος έτσι την ενοχή του. Η ταινία σιγοβράζει από την αρχή ως το φινάλε καταφέρνοντας να ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο επίκαιρο και το διαχρονικό και κυρίως υπενθυμίζοντας πως ακόμη και η πολύ πρόσφατη ιστορία διαθέτει τόσο φρικτά επεισόδια που μπορούν όχι μόνο να διαιωνίσουν θρύλους αλλά να γεννήσουν και καινούριους.