Για όποιον μεγάλωσε στα 80’s, η Ιμέλντα Μάρκος ήταν μια μυθική φιγούρα, ένας αντικατοπτρισμός της τηλεοπτικής Δυναστείας στην διεθνή πολιτική σκηνή, μια αμφιλεγόμενη (το λιγότερο) πολιτική προσωπικότητα με τα θρυλικά πλέον 3000 ζευγάρια παπούτσια και τον ιδιόκτητο ζωολογικό κήπο. Ως σύζυγος του προέδρου (βλέπε δικτάτορα) των Φιλιππίνων, Φέρντιναντ Μάρκος, για δύο δεκαετίες, η Ιμέλντα έγινε το σύμβολο της χώρας της διεθνώς, προσφέροντας, τουλάχιστον στο εξωτερικό, μια επίφαση λάμψης και χλιδής, όσο στο εσωτερικό παραβιάζονταν τα ατομικά δικαιώματα και η κρατική περιουσία λεηλατούνταν από το αδηφάγο ζευγάρι, που έχτισε μια τεράστια περιουσία σε βάρος ενός λαού, του οποίου με μοναδικό θράσος αυτοπροσδιορίστηκε ως «Μητέρα».
Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως τόσο η εξορία των Μάρκος στη Χαβάη μετά την επανάσταση του 1986, όσο και ο θάνατος του συζύγου της τρία χρόνια αργότερα, θα απέκλειαν την παρουσία της από οποιαδήποτε ενασχόληση με τα κοινά, η Ιμέλντα Μάρκος όχι μόνο δεν ιδιώτευσε, αλλά έκανε comeback στην πολιτική ζωή της χώρας της, θέτοντας δύο φορές υποψηφιότητα για την προεδρία της χώρας της μετά την επιστροφή της, ενώ το 2014 και σε ηλικία 85 χρόνων, «προώθησε» τον γιο της Μπονγκμπονγκ με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για τη θέση του αντιπροέδρου των Φιλιππίνων.
Μια τόσο κινηματογραφική ζωή, που επιβεβαιώνει θριαμβευτικά το κλισέ ότι η ζωή είναι πιο απίθανη από οποιαδήποτε μυθοπλασία, ήταν νομοτελειακά αναμενόμενο ότι θα οδηγούσε τουλάχιστον σε μια ταινία τεκμηρίωσης, η οποία θα προσπαθούσε να ρίξει φως σε όλες αυτές τις αντιφάσεις και να εξιχνιάσει την αληθινό πρόσωπο πίσω από το προσωπείο. Το «Ιμέλντα Μάρκος: Βασίλισσα Χωρίς Θρόνο» της Λόρεν Γκρίνφιλντ, όμως, καταφέρνει κάτι πολύ περισσότερο από αυτό: καταδεικνύει ότι το πρόσωπο ΕΙΝΑΙ το προσωπείο.
Με μια αξιοζήλευτη πρόσβαση σε υλικό για το οποίο κάθε σκηνοθέτης θα προσκυνούσε, η Γκρίνφιλντ ξεναγείται από την πρώην Πρώτη Κυρία σε ένα σπίτι που τερματίζει κάθε έννοια πολυτελούς κιτς. Καταγράφει τα αμέτρητα κοσμήματα, τα πανάκριβα έργα τέχνης, το ειδικό δωμάτιο με τα έγγραφα από την εποχή της διακυβέρνησης που αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμα αποδεικτικό υλικό για τις δεκάδες δίκες για κακοδιαχείριση και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος. Παρακολουθεί τις επαφές της με τον εξαχρειωμένο λαό, στον οποίο πετάει απαξιωτικά δεσμίδες χρημάτων που κρατά το προσωπικό της σε σακούλες. Εξομολογείται στην κάμερα τη μυθιστορηματική της ζωή, από την εποχή που βγήκε Μις Μανίλα και γνώρισε τον φιλόδοξο νεαρό πολιτικό με τον οποίο θα έφραγε Ιστορία μέχρι σήμερα, που ακάματα και μακιαβελικά προσπαθεί ακόμα να ανακαταλάβει την εξουσία.
Απέναντι σε αυτή τη σουρεαλιστική και τερατώδη από όλες τις απόψεις καθημερινότητα μιας αδίστακτης γυναίκας που δεν έχει απολέσει στην ένατη δεκαετία της ζωής της ούτε μία σπιθαμή από τη μεγαλομανία της, η Γκρίνφιλντ παρεμβάλλει ευφυώς τον αντίλογο, με τις αντιστικτικές τοποθετήσεις των πολιτικών, των ακτιβιστών, των δημοσιογράφων, που παραθέτουν τα εγκλήματα και τις ατασθαλίες του ζεύγους Μάρκο με νηφαλιότητα, αποδείξεις και επιχειρήματα. Και τότε αποκαλύπτεται εκείνο που η ίδια η πρωταγωνίστρια της ταινίας κυνικά διακηρύσσει. «Η αντίληψη είναι πραγματική και η αλήθεια δεν είναι».
Γιατί για τον κόσμο που τόσο ειδυλλιακά έχει πλάσει η ίδια για τον εαυτό της, μόνο καλό έκανε στη χώρα της. Επί «προεδρίας» του συζύγου της δεν υπήρχε η ανέχεια που εκείνη παρατηρεί σήμερα. (Θυμηθείτε την επιχειρηματολογία διάφορων νοσταλγών των χουντικών καθεστώτων παγκοσμίως.) Στο παλάτι της εκείνη θα είναι πάντα η πριγκίπισσα, η βασίλισσα, η μητέρα, η γιαγιά ενός λαού που μόνο αυτή ξέρει πόσο εκείνος την έχει ανάγκη. Κι όσο ο θεατής κοιτάζει αποσβολωμένος αυτή τη γυναίκα που δεν ξέρει αν πρέπει να τη φοβηθεί, να τη μισήσει, να τη θαυμάσει, να την κοροϊδεύσει, να τη βρίσει ή (ακόμα και εξίσου κυνικά) να την παραδεχτεί, η Ιμέλντα Μάρκος παραμένει ακλώνητη σε έναν θρόνο πολύ πιο τρομακτικό από εκείνον που η επίσημη Ιστορία την γκρέμισε. Και κάπως έτσι η τεκμηρίωση μετατρέπεται σε θρίλερ.