Τα «γαλλικά προάστια», πρωταγωνιστές μιας ολόκληρης κινηματογραφικής σχολής που αποκρυσταλλώθηκε με το «Μίσος», του Ματιέ Κασοβίτς, το 1995 και ονομάστηκε cinéma de banlieue (σινεμά των προαστίων) για να χαρακτηρίσει τις ταινίες που εστίαζαν στις κοινωνικές και ταξικές δυναμικές των υποβαθμισμένων κοινοτήτων εργατών και μεταναστών που ζούσαν στις γειτονιές όπως το Μονφερμέιγ, το Κλισί-σου-Μπουά, το Σεν Ντενί. Ιστορίες κοινωνικής απομόνωσης, κρατικής καταστολής, παρανομίας αλλά και- την ίδια στιγμή- ιστορίες κοινότητας, αλληλεγγύης, μόχθου και ονείρων από και για τους ανθρώπους από αυτές τις γειτονιές, συνθέτουν μέχρι και σήμερα το πορτρέτο του Παρισιού που δεν χωράει στις καρτ ποστάλ.
Σε ρεπορτάζ του γαλλικού 20 Minutes για την κατεδάφιση του «Κτιρίου 5» στο Μονφερμέιγ, ο πρώην δημοτικός σύμβουλος της περιοχής Ροντρίγκο Αρένας, είπε για τους πραγματικούς «παρείσακτους» της γειτονιάς του: «Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν το Μονφερμέιγ πλούσιο, δουλεύοντας, πληρώνοντας τους τοπικούς φόρους κι έχοντας γίνει καταξιωμένοι και αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες ή επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Και τώρα τους λέμε “αυτό ήταν πολύ ευγενικό, τώρα πρέπει να φύγετε γιατί ανακαινίζουμε την πόλη και θέλουμε να ανεβάσουμε την τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο“. Είναι ευκολότερο να απομακρύνεις τη φτώχεια παρά να την εξαλείψεις».
Η παραδοχή μιας ανατριχιαστικά κυνικής πραγματικότητας που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ έχει χτυπήσει και τη δική μας πόρτα την τελευταία δεκαετία. Και ίσως, πατώντας το play στους «Παρείσακτους» του Λατζ Λι, βρούμε μια καλή αφορμή να σκεφτούμε όλα τα δικά μας Κτίρια 5 που κινδυνεύουν να θυσιαστούν, μαζί με τους ανθρώπους τους, στον βωμό μιας αμφιλεγόμενης αστικής «ανάπτυξης».