Το σκηνοθετικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ένα Σεντιγιάρεβιτς που απέσπασε Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Ρότερνταμ και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο το 2019, σήμερα στριμάρει στο Cinobo, κι έτσι διαβάζουμε τις σκέψεις της ολλανδοβόσνιας σκηνοθέτιδος για την ταινία, τη δημιουργία της, και τα δίπολα πάνω στα οποία πατά.
«Το Πήγαινέ με Κάπου Ωραία αφηγείται την ιστορία μιας έφηβης που παλεύει να βρει την ταυτότητά της. Δεν είναι ούτε από τη Δύση, ούτε από την Ανατολή -γεννημένη από Γιουγκοσλάβους γονείς και μεγαλωμένη σε μια χώρα εκ διαμέτρου αντίθετη από τα Βαλκάνια: την Ολλανδία. Δεν είναι ούτε κορίτσι ούτε γυναίκα, έχοντας ανακαλύψει τη σεξουαλικότητά της αλλά παράλληλα ούσα αφελής και “ανοιχτή” στον κόσμο με τρόπο παιδιάστικο. Βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα σε αντιθέσεις: Νέο ή Παλιό, Μητέρα ή Πατέρας, Δύση ή Ανατολή, one night stand ή παντοτινή αγάπη, Αρσενικό ή Θηλυκό, ολλανδικός καλβινισμός ή βοσνιακό Ισλάμ, iPhone ή άγρια φύση, ευρωπαϊκό διαβατήριο ή γιουγκοσλαβική ψυχή.
Στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, τι σημαίνει να είσαι “στη μέση”; Σημαίνει να μην είσαι τίποτα από τα δύο; Σημαίνει να είσαι τα πάντα; Πώς εναρμονίζεις δυο αντίποδες; Πώς κοιτάς κατάματα τις αντιφάσεις και τα μπερδέματα του μοντέρνου κόσμου;»
Η Ένα Σεντιγιάρεβιτς μιλά για τους τρεις χαρακτήρες τους οποίους δημιούργησε για να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα. «Ο χαρακτήρας της Άλμα έχει κάτι από Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που κάνει ένα καφκικό ταξίδι για να επισκεφτεί τον πατέρα της. Έχει για συντροφιά τον ξάδερφό της και τον κολλητό του, και οι δυο Βόσνιοι, και οι δυο άνεργοι και ανέμελοι όπως η ίδια. Αυτό το τρίγωνο αντιπροσωπεύει μια Δυτικοανατολική ευρωπαϊκή ισορροπία ισχύος, ανάμεσα στους προνομιούχους και τους μη, στους πικρόχολους και τους οπορτουνιστές, σε αυτούς που θέλουν να γίνουν μέρος της Δύσης και εκείνους που της γυρνούν ενεργά την πλάτη. Αυτή η ένταση μεταξύ των τριών είναι καμιά φορά σεξουαλική, ενώ άλλοτε γίνονται διακριτικές προσπάθειες αληθινής επαφής.
Ήθελα να μεταφράσω τη νεανική και επιπόλαιη ενέργεια των τριών πρωταγωνιστών, σε φρέσκια κινηματογραφική γλώσσα. Και τελικά, το Πήγαινέ με Κάπου Ωραία είναι μια ταινία για την επανασύνδεση με τη φύση και το να είσαι ζωντανός, να είσαι παρών στον σύγχρονο, millennial κόσμο μας. Δεν είναι μόνο μια έκφραση της μοναξιάς, μα και ο εορτασμός της. Διότι πιστεύω σε αυτή τη ρομαντική ιδέα του ότι ακριβώς αυτές τις στιγμές που περνάμε μόνοι, ειδικά στη φύση, μπορούμε να συνδεθούμε με τον αληθινό μας εαυτό, με τρόπο εντυπωσιακό.»
Κλείνοντας, μιλά για την αισθητική της ταινίας και τους δημιουργούς που την ενέπνευσαν. «Είχα στον νου μου τον Μπρεχτ και το “εφέ της απόστασης” που χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τα προβλήματα της κοινωνίας. Με συγκινεί, επίσης, η αλήθεια του Φασμπίντερ σχετικά με τις μειονότητες και τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας. Δείχνει πώς η κοινωνία τα διαφθείρει, αντί να τα αναπαριστά ως ήρωες. Αισθητικά με επηρέασε ο Καουρισμάκι, ο Φασμπίντερ, η πρώιμη Ανιές Βαρντά και η Τζέιν Κάμπιον, αλλά και πιο σύγχρονοι δημιουργοί όπως ο Ρεϊγκάντας και ο Τσάι Μινγκ-Λιανγκ, ως υπαρξιστές κινηματογραφιστές. Επιπλέον, ήταν σημαντικό για μένα να δημιουργήσω μια διαφορετική εικόνα της Βοσνίας, να εστιάσω στη γιουγκοσλαβική αρχιτεκτονική και φύση, δυο στοιχεία αυτής της χώρας που ο κινηματογραφικός φακός δεν έχει φωτίσει όσο τους αξίζει.»