Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 90. Το AIDS είναι ακόμα μια μάστιγα που αποδεκατίζει με ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Όμως, τα σώματα εξακολουθούν να αναζητούν τον έρωτα και την επαφή. Πέρα από το φόβο. Κι ίσως πέρα από κάθε ελπίδα.
Ο Ζακ είναι ένας ομοφυλόφιλος συγγραφέας στα τέλη των 30 του. Επιτυχημένος, όμορφος, περιζήτητος, φορέας που έχει αρχίσει να περνά στα πρώτα δυσοίωνα στάδια της νόσου. Βλέπει τους φίλους του και τους πρώην εραστές του να νοσούν και να φεύγουν από τη ζωή. Αλλά να το παλεύουν ακόμα. Το ίδιο κάνει κι εκείνος. Πατέρας ενός μικρού αγοριού, την επιμέλεια του οποίου έχει εκ περιτροπής με τη μητέρα του παιδιού, μένει σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στην καρδιά του Παρισιού και φιλοξενεί τον Μαρκό, τον πρώην του, για τον οποίο η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει. Συζητούν να αυτοκτονήσουν μαζί, όταν η κατάσταση της υγείας τους φτάσει στο απροχώρητο.
Στην ίδια πολυκατοικία μένει και ο μεγαλύτερος σε ηλικία στενός του φίλος Ματιέ, που γίνεται συχνά ο κυματοθραύστης των δραματικών του ξεσπασμάτων. Όταν ο Ζακ επισκέπτεται την Βρετάνη για το ανέβασμα ενός θεατρικού του, θα γνωρίσει τυχαία τον Αρθούρ, έναν νεαρό που ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του. Αρχικά θα θελήσει η σχέση τους να είναι πλατωνική. Μετά θα κάνουν σεξ. Μετά ο ενθουσιασμός του νεαρού για τη νέα γνωριμία θα ταρακουνήσει τα θεμέλια του κυνισμού του συγγραφέα. Είναι ο Ζακ έτοιμος για έναν έρωτα, όταν το ίδιο του το σώμα έχει αρχίσει να τον προδίδει; Και τι θα μπορέσει να του προσφέρει η επίσκεψη του Αρθούρ στο Παρίσι, όταν εκείνος θεωρεί την πορεία του προδιαγεγραμμένη;
Στο «Οι Χτύποι της Καρδιάς μου», την προτελευταία ταινία του Κριστόφ Ονορέ, ενός από τους πιο απρόβλεπτους εν ενεργεία Γάλλους σκηνοθέτες των ημερών μας, η οποία βρέθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών το 2018, η απάντηση είναι φυσικά πως τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, αλλά οι καρδιές των ηρώων χτυπούν στον δικό τους ρυθμό, εκείνον που τους κάνει «να αναζητούν την ευχαρίστηση, να αγαπούν και να τρέχουν γρήγορα», όπως μεταφράζεται ελεύθερα ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος.
Και η κάμερα του Ονορέ μοιάζει να τους ακολουθεί σε αυτή την εντροπική πορεία, με μια κινηματογράφηση συναισθηματική και παθιασμένη, γεμάτη ήχους, εικόνες, μελωδίες και διακειμενικές αναφορές, που μοιάζουν βαθύτατα προσωπικές (η ταινία άλλωστε είναι εν μέρει αυτοβιογραφική και επηρεασμένη από τη σχέση που είχε ο σκηνοθέτης σε νεαρή ηλικία με έναν αυτόχειρα συγγραφέα την ίδια χρονική περίοδο), αλλά αποτυπώνουν ταυτόχρονα και το zeitgeist της gay κουλτούρας των αρχών της δεκαετίας του 90, τότε που η επιθυμία συμβάδιζε με το φόβο, ο έρωτας χόρευε με το θάνατο.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με το πιο πολιτικά μάχιμο «120 Χτύποι το Λεπτό» του Ρομπέν Καμπιγιό που έκανε τους πάντες να κλαίνε στις Κάννες το 2017, εδώ απουσιάζει το οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο, αλλά ο αγώνας είναι ατομικός και σχεδόν υπαρξιακός, καθώς οι ελπίδες αναπτερώνονται ή καταρρέουν μέσα στις απώλειες, τους χωρισμούς και τις επανασυνδέσεις. Ίσως γι΄αυτό η κατάληξη να είναι απαισιόδοξη και μετέωρη, αφήνοντας κάποιους ήρωες στην αρχή ενός νέου, αβέβαιου ξεκινήματος και άλλους σε μια αναπότρεπτη και συνειδητή πορεία προς το τέλος.
Ο Ονορέ έχει αποδείξει εξάλλου με τη φιλμογραφία του πως είτε έχει μπροστά από το φακό του την υπέρτατη ντίβα Κατρίν Ντενέβ, είτε τον Γάλλο gay πορνοστάρ Φρανσουά Σαγκάτ, είτε μια ομάδα εξαιρετικά φωτογενών κι ακόμα πιο ταλαντούχων ηθοποιών, όπως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Βενσάν Λακόστ και Πιερ Ντελαντονσάμ εδώ, θα χαράσσει με κάθε ταινία του μια sui generis διαδρομή που αψηφά τα είδη, τις κατηγοριοποιήσεις και τα διδάγματα και βρίσκει τη γοητεία της στις ίδιες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης συνθήκης.