Η κινηματογραφική διανομή στην Ελλάδα συχνά διαιωνίζει κάποιους άγραφους κανόνες ως προς τον τρόπο επιλογής των ταινιών που έρχονται για τις αίθουσες, με βάση τους οποίους αποκλείονται κάποια φιλμ παρότι το ίδιο διάστημα τα βλέπει ο μισός πλανήτης. Δεν είναι παράδοξο, οι κανόνες αυτοί διαμορφώνονται με εμπειρικό τρόπο και με το απόλυτο δόγμα «αυτά (δεν) θέλει ο κόσμος», το οποίο όμως κλείνει εύκολα το παράθυρο σε νέες ιδέες και πειράματα.
Οι Τέσσερις Λέοντες για παράδειγμα πρωτοπροβλήθηκαν στο Sundance τον Ιανουάριο του 2010 και ξεκίνησε μια τρελή πορεία μέσα στην χρονιά που ξεπέρασε το φεστιβαλικό κύκλωμα. Σκηνοθετημένο από τον Κρίστοφερ Μόρις, έμπειρο ήδη στην βρετανική τηλεόραση και άνετο στο να προσαρμόσει τα trends της αφήγησής της σε μια κινηματογραφική ταινία – στην προκειμένη την ψευδοντοκιμαντερίστικη αφήγηση που χρησιμοποίησαν πολλές σειρές της εποχής – αλλά και να ασχοληθεί με ακανθώδη θέματα, όπως τη διακωμώδηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού με μια τελείως διαφορετική οπτική. Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια από το 9/11, οι, γενικώς και αορίστως, «Άραβες τρομοκράτες» είχαν γίνει οι νέοι κακοί του δυτικού σινεμά, οπότε το να τους βλέπουμε να γελοιοποιούνται μόνοι τους ήταν κάτι νέο. Για την Ελλάδα όμως ήταν μια ταινία με άγνωστους ηθοποιούς αραβικής καταγωγής και inside jokes που μπορεί και να μην γίνονταν κατανοητά, οπότε πέρα από μια προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας, η ταινία έμεινε εκτός αιθουσών.
Το τέλος του 2010 τη βρήκε σε αμέτρητες λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ενώ ακόμη και στο τέλος της δεκαετίας φιγούραρε σε αντίστοιχες με τις καλύτερες κωμωδίες. Ο Ριζ Άχμεντ είδε την καριέρα του να εκτοξεύεται, ο Μόρις εκτιμήθηκε και στο σινεμά, όμως η ταινία παραμένει ως σήμερα μοναδική χάρη στο σαρωτικό χιούμορ που επέλεξε να χρησιμοποιήσει. Οι ήρωές της, μουσουλμάνοι που ζουν στην Βρετανία και θεωρητικά νιώθουν ότι απειλούνται επειδή οι λευκοί τούς αντιμετωπίζουν στερεοτυπικά, αρχίζουν και βλέπουν την καριέρα ως εξτρεμιστές ως ένα όνειρο, σαν ένα παιδί από την Αγγλία που ονειρεύεται πχ να γίνει ποδοσφαιριστής. Ο Μόρις διαλέγει με προσοχή στοιχεία από το ύφος και τη στρατηγική των τρομοκρατών και τα εισάγει στους χαρακτήρες του, ατζαμήδες της κακιάς ώρας στην καλύτερη που δεν μπορούν να ολοκληρώσουν ούτε μια συναλλαγή μόνοι τους.
Το αποτέλεσμα είναι σπαρταριστό και κυρίως ουσιαστικό, καθώς δεν σατιρίζεται μόνο ο φονταμενταλισμός αλλά και το πώς επέλεξε η Δύση να βλέπει τους ισλαμιστές μέσα από το σινεμά και την τηλεόραση. Το αποτέλεσμα δικαίωσε τους δημιουργούς για το ρίσκο του εγχειρήματος, το ίδιο και ο χρόνος, καθώς παραμένει ως σήμερα μια από τις πιο επίκαιρες κωμωδίες του 21ου αιώνα.