Με πρωταγωνιστή του τον Γκρέγκορι Μοντέλ που ήδη αγαπήσαμε από τη σειρά Call My Agent, ο Γάλλος Ζερόμ Μπονέλ φτιάχνει μια τρυφερή ταινία για τα ερωτικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, την ανδρική φύση, την ηλικιακή κρίση, τα όνειρα και την πραγματικότητα, τον χωρισμό και την επανασύνδεση. Και μας μιλά για όλα όσα τον οδήγησαν σε αυτή.
«“Δεν υπάρχει τίποτα ένδοξο στο να είσαι άνδρας”. Αυτή η ποτισμένη με γλυκιά ειρωνεία φράση, με συντρόφευσε καθ’ όλη τη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας. Μαζί με το ερώτημα: πού πηγαίνουν η αναποφασιστικότητα και οι χιλιάδες δισταγμοί που έχουμε σε καθημερινή βάση, όταν νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στα μισά της ζωής μας;
Στη συνέχεια έγινε ξεκάθαρο ότι ήθελα να φτιάξω το πορτραίτο ενός χαρακτήρα μέσα από μια μεμονωμένη ημέρα της ζωής του. Ήθελα μια ταινία χωρίς φορτία. Να σκηνοθετώ ένα πρόσωπο και ένα σώμα, αποφασισμένο μα και εξαντλημένο.
Η απλή ιστορία κάποιου που γράφει στη γυναίκα που αγαπά για να την ξανακερδίσει, αλλά γράφει και για να συνεχίσει να ζει, για να δώσει φωνή στην ιστορία του, να ηρεμήσει το σώμα του. Ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο να αποτυπωθεί: η έμμονη ιδέα που καταλήγει να γίνεται σχεδόν τέχνη. Η δυσκολία του να ζωντανέψεις μια διαδικασία που είναι πιο σωματική και θεαματική απ’ ό,τι δείχνει. Πολύ λιγότερο στατική. Αυτό συμβαίνει με το σινεμά. Ζωντανεύει και ό,τι συμβαίνει εκτός οθόνης. Το περιεχόμενο του γράμματος που γράφει ο ήρωας, το παρελθόν του με τη Λεά, όλα αποκαλύπτονται όσο λιγότερο γίνεται, και αφήνουν χώρο στη φαντασία του καθένα μας, χωρίς να φεύγουμε από αυτή τη συγκεκριμένη ημέρα και το τόσο χειροπιαστό παρόν.
Το καφέ της ταινίας αντιπροσωπεύει το σκηνικό από το οποίο καμιά φορά φεύγουμε μόνο και μόνο για να βιώσουμε την επιστροφή σ’ αυτό, ξανά και ξανά σαν μαγνητισμένοι. Μια επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν το ερωτικό πάθος το οποίο αντηχεί μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό πλαίσιο, που παραλληλίζεται με τη σειρά του με τον «χρόνο» του πρωταγωνιστή -το υποβόσκον θέμα της ταινίας- μια ηχώ όλης του της ζωής, αφού είναι κάποιος που έκανε τα πάντα με καθυστέρηση: το να αφήσει τη γυναίκα του, να επιστρέψει στην ερωμένη του, να παρατήσει για τα καλά έναν απατεώνα συνεργάτη. Αυτή είναι η πρώτη ύλη του Αγαπητή Λεά, το θεμέλιο και η έκφραση του φόβου του πρωταγωνιστή, του φόβου όλων των ανδρών. Αυτό τον φόβο είχα στόχο να εντοπίσω.
Ήθελα να αποφύγω το “τυπικά γαλλικό” καφέ με την comfort zone ατμόσφαιρα. Τα καφέ, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, τα ταξί, αποκαλύπτουν ολόκληρες πόλεις. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου να κινηματογραφήσω το Παρίσι όπως το ζω καθημερινά, με το μοναδικό του μείγμα απόγνωσης και σιωπηλής βίας.
Καταλήγοντας, δεν ήθελα να λυπάμαι, αλλά ούτε να κρίνω τον ήρωά μου. Τον κάνω απλώς να κοιτάξει στα μάτια την πραγματικότητα, αυτός που πιστεύει ότι είναι μαζί με άλλους, όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να είναι μόνος. Τον κάνω να ονειρευτεί για λίγο να γίνει συγγραφέας, καλλιτέχνης, να γευτεί τη ζωτική, συναρπαστική ανάγκη τού να βρει τη φωνή του. Πριν να επιστρέψει στην αληθινή ζωή.»