Κι αν είστε από τους ανθρώπους που βρίσκουν τον βαμπιρικό μύθο ταλαιπωρημένο από την αιωνόβια παρουσία του στην ιστορία του σινεμά, μην είστε τόσο σίγουροι ότι τα έχετε δει όλα. Η δίψα για αίμα παραλληλίζεται στην ταινία με την ενηλικίωση σε ένα αναζωογωνητικό twist στο είδος, ενώ η αμηχανία της προσπάθειας των δύο εφήβων να σχετιστούν- τόσο μεταξύ τους, όσο και με το περιβάλλον τους- περιβάλλεται από πηγαίο χιούμορ και αληθινή συμπάθεια για τους παράταιρους χαρακτήρες της. Γιατί, αυτό που τελικά αναζητούν η Σάσα και ο Πολ είναι ο εαυτός τους, όπως κάθε πλάσμα- ανθρώπινο και μη- στην ηλικία τους και είναι αποφασισμένοι να το κάνουν με τους δικούς τους όρους, όσο κι αν το περιβάλλον τους αντιστέκεται σε αυτούς.
“Τα εφηβικά μας χρόνια αφήνουν ένα πλούσιο αποτύπωμα στη ζωή μας.” λέει η σκηνοθέτις. “Τότε είναι που δοκιμάζουμε τα όριά μας και τα όρια των άλλων, που αμφισβητούμε τα πάντα. Έπειτα, μου αρέσει να διασταυρώνω τα είδη του σινεμά. Οι ταινίες μικρού μήκους μου δεν χωράνε σε καλούπια. Αφήνω τον κόσμο της ταινίας να με καθοδηγήσει, ακολουθώ το ένστικτό μου και αν στην πορεία συναντήσω ένα αστείο ή αποσταθεροποιητικό στοιχείο, ακολουθώ αυτή τη φλέβα της δημιουργίας χωρίς να περιορίζομαι”. Πράγματι, η Λουι-Σεζ καταφέρνει να αναμίξει με μαεστρία την κωμωδία, το coming-of-age δράμα και το στοιχείο του φανταστικού, δημιουργώντας έναν κόσμο goth εφηβικής μελαγχολίας που θα μιλήσει στην ψυχή κάθε ανθρώπου που ένιωσε ποτέ να μην ανήκει.