«Είναι παρωδία, είναι μαύρη κωμωδία»: Η “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς” πάει τον Οικονομίδη στην επαρχία
Όταν το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα μετά το άλλο.
Μια γοητευτική γυναίκα αποφασίζει να εγκαταλείψει τον επιχειρηματία σύζυγό της για έναν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου και πρώην λαϊκό τραγουδιστή. Δεν αρκείται όμως σε αυτό καθώς παίρνει μαζί της κι ένα εκατομμύριο ευρώ. Ο σύζυγος παρανοεί, και ορκίζεται εκδίκηση. Εν τω μεταξύ, ο υπόκοσμος της νύχτας, στη μικρή επαρχιακή πόλη, μπαίνει σε αναβρασμό γύρω από το παράνομο ζευγάρι. Και το κερασάκι στην τούρτα: οι φοβερές μαμάδες των δύο αντεραστών δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα χέρια.
Διατηρώντας το γνωστό ύφος του, αλλά πιο απολαυστικός και καυστικός από ποτέ, ο Γιάννης Οικονομίδης μας πηγαίνει σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, όταν το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα μετά το άλλο.
Η ταινία κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε sold out προβολές την άνοιξη του ‘20, ενώ λίγο αργότερα προτάθηκε για 16(!) βραβεία Ίρις, ανάμεσα στα οποία για το απολαυστικό κεντρικό καστ των Βασίλη Μπισμπίκη, Βίκυς Παπαδοπούλου, Βασιλικής Καλλιμάνη και Γιάννη Τσορτέκη, πριν εξελιχθεί σε μεγάλη εμπορική επιτυχία στα θερινά. Τι ήταν όμως αυτό που οδήγησε τον Οικονομίδη σε αυτή τη θεματική και αυτή την τοποθεσία;
«Η ταινία επιλέγει να δει τη ζωή ως κωμωδία κι όχι ως τραγωδία. Και τους ήρωες στην ξεφτίλα τους. Αλλά είναι γοητευτική», εξηγεί στο OneMan.
«Έχει οσμές μέσα αυτό το πράγμα. Είναι όλοι σε αυτή τη φάση, το δείχνουν κιόλας, μεγάλου ξεπεσμού. Κοινωνικού, ερωτικού, υπαρξιακού, σεξουαλικού. Τους κάνει πολύ συμπαθείς όλο αυτό. Πολύ ανθρώπινους. Κι αναγνωρίζεις πράγματα δικά σου μέσα», τονίζει.
«Έχει μια ποιητικότητα όλο αυτό εν τέλει. Το γλίστρημα, που έχουν όλοι οι ήρωες. Κι ίσως είναι ένα γνώρισμα πολύ ιδιαίτερο της επαρχίας. Γιατί όταν ξεσπάσει στην επαρχία ξεσπάει με άλλο τρόπο. Υπάρχει πλήξη, δεν γίνεται τίποτα, βράζει το πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, θέλει να ξεσπάσει κάποια στιγμή», εξηγεί. «Κι εγώ από επαρχία είμαι. Κύπρο, Λεμεσό. Μια πόλη σαν την Πάτρα. Την Λάρισα. 170 χιλιάδες κόσμος. Όλοι ξέρουν όλους. Δεν χάνεσαι».
Όσο για το ύφος της ταινίας, και το πώς αποφάσισε να δουλέψει σε ένα πιο κωμικό είδος, εξηγεί πως αυτό αποτέλεσε αντίδραση στα όσα είχε κάνει πριν.
«Με το ‘Μικρό Ψάρι’ είχα βαρύνει πολύ», ομολογεί. «Δύσκολο θέμα, και συναισθηματικά και ψυχικά. Ζοφερό πράγμα. Είχα ανάγκη λίγο να τη δω αλλιώς τη φάση. Να το πάρω λίγο αλλιώς, να βγω λίγο από αυτό το πράγμα».
«Και συνειδητά είπα, θα κάνω μια μαύρη κωμωδία στα χνάρια του θεάτρου του παραλόγου, στην παράδοση των Κοέν, του Μάρτιν ΜακΝτόνα, Σορεντίνο, ακόμα και Κουστουρίτσα μπορώ να σου πω. Καουρισμάκι, Τζάρμους, όλο αυτό το χιούμορ που αγαπώ στο σινεμά. Και που έχει περάσει στις ταινίες μου μέσα, απλά υπήρχε κι ο ζόφος να ακολουθεί», αναλύει.
«Τώρα ο ζόφος έχει τραβηχτεί πίσω συνειδητά κι έχει πριμοδοτηθεί το μαύρο χιούμορ, το σχόλιο πάνω στη γελοιότητα, το σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη βλακεία και ανοησία, ξεκάθαρο πια σε όλο του το μεγαλείο. Είναι παρωδία, είναι μαύρη κωμωδία, είδος που δεν έχει καθόλου παράδοση εδώ», υπογραμμίζει.
«Κάθε ταινία εκφράζει και μια περίοδο της ζωής μου. Μια διάθεση. Τώρα ήθελα να διασκεδάσω λίγο. Να χαρώ λίγο με αυτό που κάνω. Μου είχε λείψει λίγο. Αλλά δεν έχω κάνει υποχώρηση σε αυτά που θέλω να πω. Απλά είναι δοσμένα με έναν άλλο τρόπο, πιο διασκεδαστικό, πιο τρυφερό».
Η ταινία «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» είναι διαθέσιμη στο Cinobo
0 Comments
Related Journal posts
Journal
Here is where we note down everything worth sharing about the cinema of Cinobo, and beyond. Find all you need to know about Premieres, Collections, and Coming Soon, stay tuned with film news on weekly Frames, go behind the scenes with Extras, and explore even more in Misc.