«Ξεσφίγγοντας τις Γροθιές» από την ασφυκτική λαβή της πατριαρχίας
Η ανερχόμενη σκηνοθέτις Κίρα Κοβαλένκο μάς μιλά για την ταινία της που αποτέλεσε την πρόταση της Ρωσίας για τα Όσκαρ του 2022, αφού προηγουμένως τιμήθηκε με το Βραβείο της επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών. Από τους παραγωγούς του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ (Λεβιάθαν, Χωρίς Αγάπη).
Η μικρή μεταλλουργική πόλη Μιζούρ βρίσκεται ψηλά στα βουνά της Βόρειας Οσετίας ανάμεσα σε απότομους βράχους. Ο Ζαούρ έχει εγκαταστήσει εδώ την οικογένειά του. Υπερβολικά αυστηρός με τους γιους και την κόρη του, δεν διαχωρίζει την πατρική ανησυχία από την υπερπροστατευτικότητα. Ο μεγαλύτερος γιος, Ακίμ, έχει ήδη φύγει στην κοντινή πόλη, το Ροστόφ, για να βρει δουλειά. Ο μικρότερος, Ντάκο, δεν είναι ακόμα σίγουρος τι θέλει από τη ζωή, ενώ το μεσαίο παιδί, η Άντα, σχεδιάζει τη δική της απόδραση. Αν και είναι ήδη νεαρή γυναίκα, ο πατέρας της επιμένει να της φέρεται σαν ανυπεράσπιστο κοριτσάκι. Το να απελευθερωθεί από την ισχυρή πατρική του αγκαλιά για να ξεκινήσει επιτέλους την ανεξάρτητη ενήλικη ζωή της, αποδεικνύεται πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε. Αλλά από τι ακριβώς προσπαθεί αυτός ο πατέρας να προστατεύσει την κόρη του;
«Αρχική έμπνευση για την ιστορία ήταν ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φώκνερ, Ο Ξένος στο Χώμα, σχετικά με το πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να υπομείνουν τη δουλεία, μα κανείς δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία. Η ιδέα της ελευθερίας ως βάρος ήταν το πιο σημαντικό θέμα για μένα όσο δούλευα την ταινία. Αναπόφευκτα, η ίδια ιδέα με οδήγησε να σκεφτώ το βάρος της μνήμης και τη σχέση μεταξύ των δύο. Είναι δυνατόν να αντέξεις την ελευθερία από τη μνήμη;
Στράφηκα στο δικό μου φορτίο μνήμης, το οποίο περιλάμβανε ένα γεγονός που ήταν μεταμορφωτικό και τραυματικό για μένα και για πολλούς άλλους. Το αποτέλεσμα ήταν μια ιστορία ανθρώπων που το έζησαν και πολλά χρόνια αργότερα προσπαθούν να συμβιβαστούν με το τραύμα που τους προκάλεσε. Ο κόσμος γύρω τους εξακολουθεί να είναι σημαδεμένος από αυτό, και έχουν σπάσει οι ίδιοι με τρόπο που υπαγορεύει όλες τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη αυτής της οικογένειας. Η προσπάθεια λήθης και αυτοσυντήρησης συνεπάγεται μια πράξη βίας ενάντια στην ανθρώπινη βούληση, η οποία -όλως παραδόξως- είναι ταυτόχρονα και πράξη αγάπης.»
Ο Βόρειος Καύκασος είναι μια περιοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας που περιλαμβάνει επτά δημοκρατίες: την Αντιγκέα, την Καρατσάι-Τσερκεσία, την Καμπαρντίνο-Μπαλκαρία, τη Βόρεια Οσετία-Αλανία (όπου εκτυλίσσεται το «Ξεσφίγγοντας τις Γροθιές»), την Ινγκουσετία, την Τσετσενία και το Νταγκεστάν. Η περιοχή βρίσκεται μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών του Νοτίου Καυκάσου, των οποίων η ενσωμάτωση στη Ρωσική Αυτοκρατορία οδήγησε στην κατάκτηση του Βόρειου Καυκάσου στον Καυκάσιο Πόλεμο (1817–1864). Μπορεί να τελείωσε πριν από 150 χρόνια, αλλά τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου εξακολουθούν να είναι αισθητά: ο απόηχος δύο πολέμων της Τσετσενίας που διήρκεσαν από το 1994 έως το 2009 αντήχησε στον Καύκασο, αλλά και σε ολόκληρη τη Ρωσία. Η μικρή πόλη Μιζούρ απέχει από την πρωτεύουσα της Τσετσενίας, Γκρόζνι, μόλις 178 χιλιόμετρα.
«Μου φαίνεται περίεργο να πω ότι οι νέοι στον Καύκασο είχαν ιδιαίτερα δραματικές εμπειρίες. Αυτό θα σήμαινε ότι οι νέοι σε άλλα μέρη όχι; Στην Τσετσενία, πάντως, σίγουρα έχουν. Μια φοιτήτριά μου έφυγε από την Τσετσενία όταν ήταν πολύ μικρή. Μπόρεσε να περιγράψει μόνο μια σκηνή: να περιμένει στο υπόγειο με την οικογένειά της τον πατέρα της να γυρίσει σπίτι. Αυτό ήταν. Οι υπόλοιποι από εμάς δεν είχαμε άμεση εμπειρία του πολέμου. Το περισσότερο που θυμάμαι είναι ότι όταν ήμουν πέντε χρονών, ζούσαμε ακριβώς δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό και εκεί έγινε μια τρομοκρατική επίθεση. Η μαμά φοβήθηκε, έγινε μια μεγάλη έκρηξη, έτρεξε έξω και μετά απλά πήγαμε να ρίξουμε μια ματιά. Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά: αναρωτιόμουν αν θα υπήρχε κόσμος εκεί.
Αργότερα, αφού ολοκλήρωσα το εργαστήριο κινηματογράφου, διάβασα το ημερολόγιο μιας Ρωσίδας που ζούσε στην Τσετσενία, της Πολίνα Ζερεμπτσόβα. Άλλαξε τα πάντα για μένα. Σε κάποιο σημείο γράφει για το πώς κατά τη διάρκεια του πολέμου ανακάτευε σε ποτήρια φακελάκια με μια σκόνη φρούτων που λεγόταν Yupi με νερό και το πουλούσε στην αγορά. Αυτό πυροδότησε μια ανάμνηση: Ήμουν παιδί, δίπλα στο ποτάμι μαζί με όλη η οικογένεια και περνούσαμε υπέροχα, και ανακατεύαμε λίγο Yupi σε έναν κουβά. Και αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι δεν ήξερα τίποτα για αυτό που συνέβαινε μόλις εξήντα μίλια μακριά. Για κάποιο λόγο δεν θυμάμαι καθόλου κανέναν γύρω μου να μου μιλά γι' αυτό, ή να έχω αντίληψη ή σκέψεις γι' αυτό. Απλά δεν συνέβη ποτέ.»
Η Κίρα Κοβαλένκο γεννήθηκε στο Νάλτσικ. Σπούδασε σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο Kabardino-Balkarian με καθηγητή τον Αλεξάντερ Σοκούροφ («Ρώσικη Κιβωτός», «Μολώχ», «Μητέρα και Γιος», «Φάουστ») απ' όπου αποφοίτησε το 2015. Το «Ξεσφίγγοντας τις Γροθιές» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, μετά το ντεμπούτο της «Sofichka» (2016) το οποίο πρωτοπροβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Black Nights του Ταλίν.
H ταινία Ξεσφίγγοντας τις Γροθιές είναι διαθέσιμη online στο Cinobo
0 Comments
Related Journal posts
Journal
Here is where we note down everything worth sharing about the cinema of Cinobo, and beyond. Find all you need to know about Premieres, Collections, and Coming Soon, stay tuned with film news on weekly Frames, go behind the scenes with Extras, and explore even more in Misc.