Έχει περάσει σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας από την πρώτη στιγμή που ο Τζίγκα Βερτόφ παρατήρησε την καθημερινότητα των Σοβιετικών πόλεων βάζοντας τους ίδιους τους κινηματογραφικούς τεχνικούς σε πρώτο πλάνο, στο κλασικό ντοκιμαντέρ «Man with a Moving Camera» του 1929. Αλλά από τότε το σινεμά, όπως και κάθε άλλη τέχνη πριν από αυτό, δεν έχει σταματήσει να βρίσκει συναρπαστική την ίδια την εξερεύνηση του μέσου. Την εξερεύνηση του εαυτού του.
Όπως συμβαίνει ας πούμε με το metafiction στη λογοτεχνία, έτσι και το metacinema, το μετα-αφηγηματικό σινεμά, είναι το είδος του φιλμ που πληροφορεί το κοινό πως παρακολουθούν κάτι πλαστό. Είναι το σινεμά, για να το πούμε πιο απλά, που ξέρει πως είναι σινεμά. Και το θυμίζει στο κοινό, είτε για σκοπούς καθαρά διασκεδαστικούς (συμβαίνει πολύ συχνά σε κωμωδίες, από «Blazing Saddles» του Μελ Μπρουκς μέχρι το «The Big Short» του Άνταμ ΜακΚέι), είτε με σκοπό να εξερευνήσει βαθύτερα το μέσο. Τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, τον τρόπο με τον οποίο λέμε ιστορίες μέσα από αυτό, τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά με το κοινό που παρακολουθεί.
Λειτουργώντας ταυτόχρονα μέσα στο πλαίσιο της ταινίας αλλά και έξω από αυτήν την ίδια στιγμή, το metacinema συχνά σχολιάζει τη δημιουργία του, το ρόλο του, τη φόρμα του. Θα συναντήσουμε χαρακτήρες να αναλύουν τους κανόνες του είδους στο οποίο είναι απλώς πιόνια, όπως συμβαίνει στο ευφυές «Cabin in the Woods» του Ντρου Γκόνταρντ, ένα ερωτικό γράμμα προς το σινεμά τρόμου και ταυτόχρονα μια ταινία αγνά θυμωμένη με τις συμβάσεις που τυφλά ακολουθούν τα φιλμ του είδους στο σημερινό Χόλιγουντ.
Δουλεύοντας υπό την απαγόρευση του καθεστώτος, ο Τζαφάρ Παναχί προσποιείται πως είναι οδηγός ταξί γράφοντας παράλληλα το κινηματογραφικό πορτρέτο της Τεχεράνης στο πολυβραβευμένο «Taxi». Η Ανιές Βαρντά συνομιλεί με την Τζέιν Μπίρκιν βάζοντάς την να υποδυθεί διάφορους ρόλους στο «Jane B. for Agnes V.» ενώ ο Αμπάς Κιαροστάμι στο «Μέσα στους Ελαιώνες» εξερευνά τις σχέσεις των ηθοποιών του στο προηγούμενο φιλμ του («Και η Ζωή Συνεχίζεται») εντός και εκτός οθόνης. Από την άλλη, ο Ολιβιέ Ασαγιάς, κινηματογραφώντας τα γυρίσματα μιας ταινίας-μέσα-σε-ταινία στο κλασικό του αριστούργημα «Irma Vep», καταλήγει να μιλά για το τέλος και την αρχή ενός κινηματογραφικού αιώνα.
Συχνά συναντάμε βιογραφίες που προσφέρονται για τέτοιες αναζητήσεις, ως ιστορίες που ήδη διαθέτουν ένα επιπλέον επίπεδο κατασκευής. To «Tatsumi» είναι η βιογραφία ενός καλλιτέχνη φτιαγμένο στο δημιουργικό του στυλ, το «Neruda» του Πάμπλο Λαραϊν βάζει τον μεγάλο ποιητή μέσα στον κόσμο που δημιούργησε, ενώ το «Η Κέιτ Παίζει την Κριστίν» του Ρόμπερτ Γκριν χτίζει το σοκαριστικό προφίλ μιας γυναίκας την ίδια στιγμή που δημιουργός και ερμηνεύτρια πασχίζουν να ανακαλύψουν τι κρύβεται πίσω από την αυτοκτονία της.
Το meta επίπεδο μπορεί να βρίσκεται ακόμα και εκτός κάδρου, όπως συμβαίνει με την πολυσυζητημένη «Suspiria» του Λούκα Γκουαντανίνο, ένα φιλμ φτιαγμένο λίγο ως πολύ σαν φιλμικό σχόλιο πάνω στην ορίτζιναλ δημιουργία του Ντάριο Αρτζέντο. Ή μπορεί και να κατακλύζει το έργο από άκρη σε άκρη, σε μια ασταμάτητη υπενθύμιση πως παρακολουθούμε κάτι κατασκευασμένο αλλά όχι λιγότερο συναισθηματικά συνταρακτικό, όπως συμβαίνει στο σαρωτικό «Holy Motors» του Λεός Καράξ- με τις ξεχωριστές του πράξεις, τα φιλμικά στυλ, ακόμα και το διάλειμμά στο μέσον του έργου.
Τελικά, η τάση του σινεμά να (ψυχ)αναλύει τον εαυτό του όχι απλώς δεν πρόκειται να εκλείψει, αλλά γίνεται και ισχυρότερη. Καθώς η ποπ κουλτούρα του 21ου αιώνα κινείται έτσι κι αλλιώς σε μεταμοντερνιστικά επίπεδα, με κλεισίματα του ματιού προς το (πάρα πολύ εκπαιδευμένο, πια) κοινό και με στρώματα επιπέδων αφήγησης, ειρωνείας και αποστασιοποίησης, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το να εντοπίζουμε τα metafiction έργα με ουσιαστική δραματική υπόσταση. Είναι απόλυτα λογικό: Το σινεμά είναι η τέχνη με τις περισσότερες δημιουργικές πτυχές. Δε θα σταματήσει ποτέ να συναρπάζεται με τον εαυτό του, όπως δε θα σταματήσει ποτέ να συναρπάζει κι εμάς ως θεατές.