Υπηρετώντας την παράδοση του Μπουνιουέλ, του Ρενουάρ αλλά και του Μπονγκ Τζουν-χο, ο σκηνοθέτης Χαβιέρ Φουέντες-Λεόν παρουσιάζει τη δική του εκδοχή ενός οικογενειακού τραπεζιού που μετατρέπεται σε πεδίο ανελέητων συγκρούσεων.
Η Λουσμίλα και η Πέτα είναι αδελφές που εργάζονται ως οικιακές βοηθοί σε σπίτια αριστοκρατικών οικογενειών. Οι δύο αδελφές είναι σχεδόν μέλη της οικογένειας αλλά… ίσως όχι για όλους. Όλα αλλάζουν όταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό φέρνει τα πάνω κάτω για τις δύο οικογένειες, που βλέπουν την ιεραρχία τους να καταρρέει εν μέσω ενός μεγάλου πάρτυ γενεθλίων.
Το «Και στις Καλύτερες Οικογένειες» απεικονίζει με ακρίβεια αλλά και με μια εξαιρετική λεπτότητα το ρήγμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, σε μια περιοχή που αναπτύσσεται ραγδαία, οικονομικά και κοινωνικά. Οι άκαμπτοι ηθικοί κώδικες της κοινωνικής ελίτ τρίζουν στα θεμέλιά τους, ενώ φέρνουν στο φως την απόλυτη εξάρτηση ανάμεσα στους “πάνω” και τους “κάτω”. Σύμφωνα με έρευνα του 2012, το πιο πλούσιο 20% των περουβιανών κερδίζει σχεδόν το μισό κρατικό εισόδημα, πάνω από 10 φορές περισσότερα από το πιο φτωχό 20%, ενώ το 2013 στην πρωτεύουσα, τη Λίμα, ολοκληρώθηκε η κατασκευή ενός τείχους που χωρίζει τις πλούσιες γειτονιές από τις φτωχές.
Τέτοιου είδους θέματα κοινωνικοοικονομικής ανισότητας, καθώς και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φεμινισμού και ισότητας βρίσκονται πίσω από τις ιστορίες του Φουέντες-Λεόν, ενός ανέκαθεν πρωτοπόρου σκηνοθέτη που συνδυάζει, με αρωγό τα χαρακτηριστικά μιας σαπουνόπερας, προοδευτικά ιδανικά με ένα στυλ ψυχαγωγίας βαθιά ριζωμένο στην λατινοαμερικανική κουλτούρα.
«Παρά το ότι καταφέραμε να ξεπεράσουμε χρόνια βίας και αιματοχυσίας στη χώρα μου, είναι ξεκάθαρο πως η τόνωση της οικονομίας μας δεν θα μας γλιτώσει από τις προκαταλήψεις και την ανισότητα που αποτελούν μελανό σημείο της ιστορίας μας», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Θέλαμε να φτιάξουμε μια ταινία που θα αντικατόπτριζε όλα αυτά που μας χωρίζουν, αλλά και όσα μας ενώνουν. Και τι μπορεί να μας κάνει να κοιτάξουμε κατάματα τα κοινωνικά μας ψεγάδια, αν όχι το χιούμορ;», αναρωτιέται.
«Θέλουμε να κάνουμε το κοινό να γελάσει, ώστε να δεχτεί και το κοινωνικό σχόλιο πίσω από την κωμωδία. Προσέξαμε πολύ να γράψουμε τους χαρακτήρες με φροντίδα και σεβασμό, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσαμε πάντα με την άποψη ή τη συμπεριφορά τους. Όλοι οι άνθρωποι είναι περίπλοκοι και τρισδιάστατοι, και όσο αστεία κι αν προσπαθεί να είναι μια κωμωδία, πιστεύω πως χάνει την αξιοπρέπειά της όταν το χιούμορ υπάρχει σε βάρος της εμβάθυνσης των χαρακτήρων», υπογραμμίζει.
«Ακριβώς απ’ το χάσμα μεταξύ πλούτου και φτώχειας, queer και straight, θρησκευτικού και κοσμικού κ.ο.κ. ξεπηδούν οι κωμικές καταστάσεις, καθώς και η εμπαθής πλην αμείλικτη κριτική σε μια κοινωνία που έχει απόλυτη ανάγκη να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη, αν θέλει να ωριμάσει κι αυτή μαζί με την οικονομία της».